Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Μια απάντηση στον «μαυροπίνακα» για τη Ρέα Βιτάλη

της Άννας Διαμαντοπούλου

Αν κάτι έχω μάθει στα σίγουρα είναι πως η ειλικρινής γνώμη είναι πολύτιμη. Μπορεί να είναι σωστή ή λάθος. Αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Η αξία της έγκειται στη σπανιότητά της. Έτσι διάβασα το κείμενο της Ρέας Βιτάλη. Γεμάτο ουσία και αλήθεια! Ως εκ τούτου οφείλω μια εξίσου ειλικρινή απάντηση.

      Πρώτα απ’ όλα δεν υπήρξα, δεν είμαι και ούτε πρόκειται να γίνω θιασώτρια της «κολακευτικής παπαγαλίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος». Δεν ανήκω στους ανθρώπους που πιστεύουν πως η σωστή κατεύθυνση είναι δοσμένη, αρκεί να κρατήσει κανείς ακίνητο το τιμόνι. Μου αρέσουν οι στροφές και οι δυσκολίες της ανάβασης. Γι' αυτό και έχω ταχθεί χωρίς περιστροφές υπέρ της σκληρής προσπάθειας και της συνεχούς αξιολόγησης. Οι μυθολογίες της ρόδινης ζωής δεν ανήκουν ούτε στα βιώματά μου, ούτε στην οπτική μου για τα πράγματα. Γι' αυτό και δεν πιστεύω σε μια πολιτική που εκπίπτει σε διαχείριση παραπόνων. Αντίθετα, πάντοτε πίστευα ότι, αν διοχετεύει κανείς στην επίλυση ενός προβλήματος το μισό της ενέργειας που καταναλώνει για να διατυπώνει παράπονα, θα πετύχαινε πολύ καλύτερα αποτελέσματα.

     Περισσότερη προσπάθεια χρειάζεται λοιπόν και κυρίως στην εκπαίδευση. Όμως η προσπάθεια δεν μπορεί να γίνεται στο κενό. Και ακριβώς εκεί είναι που συναισθάνομαι πλήρως το βάρος της ευθύνης που έχουμε συλλογικά ως κυβέρνηση, αλλά και εγώ προσωπικά ως αρμόδια Υπουργός. Η περισσότερη προσπάθεια πρέπει να λαμβάνει χώρα σε ένα σύστημα με λογική συνέπεια, το οποίο και θα δίνει σε όλους την δυνατότητα να εκφραστούν , να παρουσιάσουν τις δυνατότητες τους και να αναπτύξουν τις ιδιαίτερες ικανότητές τους.
     Δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας σε κανένα επίπεδο της εκπαιδευτικής διαδικασίας με αποκορύφωμα το Λύκειο το οποίο απαξιώθηκε ως εκπαιδευτική βαθμίδα. Στις εισαγωγικές εξετάσεις, 100.000 νέα παιδιά διαγωνίζονται με τον ίδιο τρόπο και στο ίδιο επίπεδο δυσκολίας θεμάτων, ανεξαρτήτως των επιλογών τους, των προτιμήσεών τους και των δυνατοτήτων τους.

       Η τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην οποία ανήκουν όλα τα Πανεπιστήμια και όλα τα ΤΕΙ, δίνει την δυνατότητα, σύμφωνα με τις υποδομές και τις σχολές που υπάρχουν, σε 80.000 παιδιά από αυτά να ενταχθούν και να πάρουν τις αναγκαίες γνώσεις «εφόσον μπορούν και θέλουν», για να εξελιχτούν προσωπικά και επαγγελματικά. Μοιάζει περισσότερο με τη συμπλήρωση ενός παζλ, παρά με μια διαγωνιστική διαδικασία στην κατάληξη της οποίας θα επιβραβευτούν οι καλύτεροι αφενός αλλά και ο καθένας σύμφωνα με την προσπάθειά του για το στόχο του.
     Το να βάζεις όμως κάτω από τον ίδιο νόμο ένα λιοντάρι κι ένα λαγό, σίγουρα για κάποιον θα είναι εξαιρετικά άδικο! Όχι γιατί είναι συγκριτικά καλύτεροι ή χειρότεροι, αλλά γιατί είναι διαφορετικοί. Η τυπική ισότητα έχει πολλάκις αποδειχθεί πρόξενος κραυγαλέων ουσιαστικών ανισοτήτων και αδικιών. Πρέπει να είναι άλλες οι προϋποθέσεις για έναν μαθητή που θέλει να πάει στην Ιατρική και άλλες για αυτόν που επιλέγει να γίνει φυσιοθεραπευτής. Πρέπει να είναι άλλες για αυτόν που θέλει να γίνει γεωπόνος και άλλες για αυτόν που θέλει να ειδικευτεί στην ανθοκομία… και βέβαια πολύ εύκολα θέματα ανεβάζουν το 80% των διαγωνιζομένων πάνω από τη βάση, πολύ δύσκολα θέματα κατεβάζουν το 80% κάτω από τη βάση.

       Ο στόχος λοιπόν είναι να ανατρέψουμε τα δεδομένα που έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδα και όχι να προσποιηθούμε πως τάχα βάζουμε ασφαλιστικές δικλίδες απέναντι στην υποβάθμιση και την απαξίωση. Διότι αυτή τη λογική της προσποίησης πως «κάτι γίνεται», υπηρέτησε η αποσπασματική επιβολή της βάσης του 10, μόνο και μόνο επειδή σε κάθε δράμα πρέπει να υπάρχει ένοχος. Και το πιο βολικό, εύκολο και ανέξοδο ήταν να καταδειχθούν ως «ένοχοι» όσοι δεν πιάνουν τη βάση. Και μετά τι; Υπήρξε λύση στο δράμα της υποβάθμισης;
     Ασφαλώς όχι. Άλλαξαν μήπως τα δεδομένα της απαξίωσης; Ούτε. Το μόνο πρακτικό αποτέλεσμα της ρύθμισης αυτής ήταν οι 50.000 κενές θέσεις σε 4 χρόνια και το γεγονός ότι χιλιάδες παιδιά κατευθύνθηκαν σε «ιδιωτικά κολέγια» αλλά και πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, από την Βρετανία μέχρι την Βουλγαρία, όπου γίνονται αποδεκτά για να επιστρέψουν με ισότιμα πτυχία.
     Συμφωνώ ότι εξίσου αποσπασματική είναι και η κατάργηση της βάσης του 10. Όμως είναι άδικο να αναζητηθεί το κίνητρο της απόφασης στην επιβράβευση της ήσσονος προσπάθειας, της αδιαφορίας και της άνεσης. Δημιουργήσαμε ένα μεταβατικό περιθώριο, οδεύοντας προς μια συνολική ανασυγκρότηση της εκπαίδευσης. Ήδη ξεκινήσαμε με το «Νέο Σχολείο» για το δημοτικό και το γυμνάσιο. Καταθέσαμε πρόταση για το Νέο Λύκειο και ανοίξαμε την ατζέντα για την αλλαγή στα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ.
         Η επόμενη χρονιά θα είναι καταλυτική για τις αποφάσεις που αφορούν στην αλλαγή του συστήματος, προκειμένου το Λύκειο να γίνει σχολείο, η τεχνική εκπαίδευση να πάρει τον ρόλο και την αξία που χρειάζεται στην κοινωνία και την οικονομία, όπως επίσης και να αλλάξει ριζικά η πραγματικότητα των ΑΕΙ και των ΤΕΙ της χώρας, ώστε να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του μέλλοντος. Παρά τις τεράστιες διαστάσεις του εγχειρήματος και τις δυσκολίες που εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί, καθώς κάθε βήμα προς τα εμπρός συνεπάγεται μικρές επαναστάσεις κυρίως σε επίπεδο αντιλήψεων και νοοτροπιών, θέλω να βεβαιώσω ότι η αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα θα είναι το επόμενο μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης. Δεύτερες σκέψεις επ’ αυτού δεν υπάρχουν και η λευκή σημαία δεν συνιστά επιλογή.

      Εν κατακλείδι, λοιπόν, οφείλω να καθησυχάσω, στο μέτρο του δυνατού, κάθε ζωντανή και ανήσυχη συνείδηση (που τόσο χρειαζόμαστε) πως υπάρχουν και «αριστούχες μαθήτριες» που δεν παραδίδονται!

*Η Άννα Διαμαντοπούλου είναι υπουργός Παιδείας, δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.

13/07/2010 (www.protagon.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια :