Ο Freud εμπιστεύτηκε κάποτε στην πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη (Bonaparte, 1931) ότι «στην εκπαίδευση ό,τι κι αν κάνει κανείς, το κάνει λάθος».
Και το 1937, στο “Ανάλυση που τελειώνει και ανάλυση που δεν τελειώνει”, ο ίδιος χαρακτήριζε ως «μη δυνατά» τα επαγγέλματα του εκπαιδευτικού, του πολιτικού και του αναλυτή, θέλοντας να τονίσει έτσι ότι σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές οι «επαγγελματίες» βρίσκονται (ή θα πρέπει να βρίσκονται) σε μια τόσο στενή και βαθιά σχέση ψυχικής αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης, μεταβιβαστικού τύπου, με τους ανθρώπους στους οποίους αποσκοπεί η εργασία τους, ώστε τα αποτελέσματα της να εξαρτώνται κυρίως από αυτήν ακριβώς τη σχέση και όχι τόσο από τις δικές τους ενέργειες.
Στο πλαίσιο της επαγγελματικής του ταυτότητας ο εκπαιδευτικός καλείται να διαχειριστεί, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, μέσα του αλλά και στις διαπροσωπικές του σχέσεις, μια σειρά από συγκρούσεις, που συχνά είναι οδυνηρές ή τουλάχιστον δυσεπίλυτες. Θα ασχοληθούμε εν συντομία με τρεις από αυτές, ίσως τις πιο χαρακτηριστικές.
Η πρώτη έχει να κάνει με την εξιδανίκευση αλλά και ταυτόχρονα την απαξίωση της εργασίας του όσο και του ίδιου από την κοινωνία και την πολιτεία. Είναι γνωστή εξάλλου στην ψυχαναλυτική ψυχολογία η σχέση της εξιδανίκευσης με την επιθετικότητα. Από το ένα μέρος, το μήνυμα που παίρνει ο εκπαιδευτικός είναι ότι αυτό που κάνει είναι εξαιρετικά σημαντικό, ότι η κοινωνία του έχει εμπιστευτεί τα ίδια της τα όνειρα και το μέλλον, ότι η εργασία του δεν αποτελεί καν επάγγελμα αλλά λειτούργημα, ενώ από το άλλο, αυτό που εμπράκτως του απευθύνεται είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο: είναι η κοινωνική ανυποληψία, η υποτίμηση, ακόμα και η περιφρόνηση. Σε μια κοινωνία όπου τα πάντα μετρώνται με το χρήμα, οι αμοιβές των εκπαιδευτικών αποτελούν ένα κραυγαλέο και αδιάψευστο δείκτη της κοινωνικής αξίας που φαίνεται να τους αναλογεί.
Μια δεύτερη σύγκρουση, ιδεολογική αυτή, συνδέεται με το δίπολο ελαστικότητα vs. αυστηρότητα. Από τη μία, τόσο η περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα του ανταγωνισμού όσο και ο ρόλος του κοινωνικού ελέγχου και της επιλογής που ανατίθεται από την κοινωνία και την πολιτεία στο σχολείο απαιτούν από τον εκπαιδευτικό να αξιολογεί τους μαθητές του και να είναι αυστηρός. Από την άλλη, οι αξίες του αντι-αυταρχισμού, της ανοχής και της επιτρεπτικότητας που αιωρούνται επίσης μέσα στην ίδια ιδεολογική ατμόσφαιρα, απαιτούν ταυτόχρονα από τον εκπαιδευτικό να είναι ελαστικός Δεν είναι καθόλου εύκολο να ανακαλύπτει κανείς διαρκώς τη σωστή δοσολογία πάνω σ' αυτόν τον άξονα, ώστε να μπορεί να είναι τόσο ελαστικός που να μην παύει να είναι και όσο χρειάζεται αυστηρός, ή να είναι τόσο αυστηρός που να μη χάνει και την ελαστικότητα που οφείλει επίσης να έχει.
Μια τρίτη αντίθεση και σύγκρουση είναι ανάμεσα στα στοιχεία ενήλικας και παιδί. Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού έχει την εξής ιδιαιτερότητα: ο εκπαιδευτικός καλείται να περνά το μεγαλύτερο μέρος της εργάσιμης μέρας του ως μόνος ενήλικας αυτός μέσα σε μια ομάδα παιδιών ή εφήβων.
Για να μπορέσει να κάνει σωστά τη δουλειά του, κάτι που προϋποθέτει την ουσιαστική και σε βάθος επικοινωνία με τους μαθητές, ο εκπαιδευτικός πρέπει να έχει την ικανότητα να ταυτίζεται εν μέρει με το μαθητή. Εν μέρει, γιατί θα πρέπει και να μπορεί να παραμένει ενήλικας, ώστε να λειτουργεί σαν δάσκαλος.
Πώς να διατηρεί ανέπαφη και νηφάλια αυτή την ενήλικη πλευρά του επαγγελματικού εαυτού του, όταν κατακλύζεται από παιδικές συμπεριφορές που εγκαλούν διαρκώς και αναπόδραστα το παιδί που είναι μέσα του; Ένα παιδί, που από το άλλο μέρος δεν είναι το ίδιο εύκολο, ή δεν είναι πάντα το ίδιο εύκολο, σε όλους τους εκπαιδευτικούς να το αντιμετωπίσουν και να έχουν ψυχική επαφή μαζί του, γιατί συμβαίνει να είναι ένα παιδί που έχει υποφέρει, ένα παιδί που αισθάνεται νωπή ακόμα τη ντροπή και την ενοχή (Navridis, 1998), το φθόνο, την οργή, την εγκατάλειψη; Με ποια πλευρά του εαυτού του να ταυτιστεί ο εκπαιδευτικός; Με την ενήλικη ή την παιδική; Απέναντι σε ποια άλλη;
Μερικές φορές, η εμμονή πολλών εκπαιδευτικών να προτάσσουν στην επικοινωνία το ενήλικο κομμάτι του εαυτού τους λειτουργεί ως αμυντική προκάλυψη που τους επιτρέπει να αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν άμεσα βαθύτερες ψυχικές τους ανάγκες και αιτήματα. Ανεξάρτητα δηλαδή από τη συγκεκριμένη χαρακτηροδομή και την ψυχοπαθολογία που μπορεί να έχει ένας εκπαιδευτικός, η δυσκολία του να εκφράσει συναισθηματικά αιτήματα έχει να κάνει και με το επάγγελμα και αυτή ακριβώς η ψυχοκοινωνική και επαγγελματική πτυχή του προβλήματος είναι που μας απασχολεί στο πλαίσιο αυτού του κειμένου.
Πώς κατασκευάζεται αυτό το επαγγελματικό ιδίωμα; Από το γεγονός ότι η ίδια η παιδαγωγική σχέση, λόγω της ηλικιακής ασυμμετρίας της, αλλά και της δομικής ανισοτιμίας των ρόλων που προϋποθέτει καθώς πραγματώνεται μέσα σ' ένα ακραία υπερεγωτικό αξιακό καθεστώς υψηλών εξιδανικεύσεων, με κεντρικό όρο το ίδιο το «παιδί», αυτοθυσίας, αλτρουισμού και αυστηρότητας, απαιτεί διαρκώς από το δάσκαλο να αναστέλλει τις προσωπικές του ανάγκες υπέρ των αναγκών του μαθητή, στον οποίο αισθάνεται ότι οφείλει να προσφέρει αφειδώς, εκτός από γνώσεις, το ενδιαφέρον, τη φροντίδα και την αγάπη του.
Επίσης, οι εκπαιδευτικοί βιώνουν μεγάλη ψυχική και σωματική ένταση στη δουλειά τους και άγχος, από την πίεση ενός παράλογα αυστηρού επαγγελματικού υπερεγώ, που τους επιβάλλει άκαμπτους και απαιτητικούς κανόνες σχετικά με το ωράριο διδασκαλίας και παρουσίας τους στο σχολείο, με την τήρηση του προγράμματος και της διδακτέας ύλης, την καθημερινή προετοιμασία για το μάθημα και τη δουλειά που πρέπει να παίρνουν στο σπίτι.
Η υποχρέωση να διδάσκουν προκαλεί στους εκπαιδευτικούς άγχος, γιατί ασυνείδητα προβάλλουν στους μαθητές τους το δικό τους (επι)κριτικό και απαξιωτικό υπερεγώ. Είναι δηλαδή σαν να μη μιλάνε προς τους μαθητές, αλλά να απευθύνονται σε μια πλευρά του βαθύτερου εσωτερικού εαυτού τους, που αν κάνουν κάποιο λάθος, αν τύχει να παραλείψουν κάτι, είναι έτοιμη να τους ελέγξει, να τους αποδοκιμάσει και να τους επιπλήξει με τον πιο προσβλητικό τρόπο.
Η απροκάλυπτη τέλος επιθετικότητα, η έντονη αμφισβήτηση και η βία των μαθητών σε πραγματικό επίπεδο, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικίες, καθώς και η πραγματική πλέον απειλή εκδήλωσης ακόμη και σωματικής βίας προς τους καθηγητές, σε μια εποχή μάλιστα χαρακτηριστικής και γενικευμένης κοινωνικής έκπτωσης του κύρους της εξουσίας και του σεβασμού για τους θεσμούς, οξύνει ακόμα περισσότερο το φαντασιωσικό τρόμο, που ούτως ή άλλως προκαλεί ασυνείδητα ο έφηβος στον εκπαιδευτικό (όπως άλλωστε και στο γονιό).
Και το 1937, στο “Ανάλυση που τελειώνει και ανάλυση που δεν τελειώνει”, ο ίδιος χαρακτήριζε ως «μη δυνατά» τα επαγγέλματα του εκπαιδευτικού, του πολιτικού και του αναλυτή, θέλοντας να τονίσει έτσι ότι σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές οι «επαγγελματίες» βρίσκονται (ή θα πρέπει να βρίσκονται) σε μια τόσο στενή και βαθιά σχέση ψυχικής αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης, μεταβιβαστικού τύπου, με τους ανθρώπους στους οποίους αποσκοπεί η εργασία τους, ώστε τα αποτελέσματα της να εξαρτώνται κυρίως από αυτήν ακριβώς τη σχέση και όχι τόσο από τις δικές τους ενέργειες.
Στο πλαίσιο της επαγγελματικής του ταυτότητας ο εκπαιδευτικός καλείται να διαχειριστεί, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, μέσα του αλλά και στις διαπροσωπικές του σχέσεις, μια σειρά από συγκρούσεις, που συχνά είναι οδυνηρές ή τουλάχιστον δυσεπίλυτες. Θα ασχοληθούμε εν συντομία με τρεις από αυτές, ίσως τις πιο χαρακτηριστικές.
Η πρώτη έχει να κάνει με την εξιδανίκευση αλλά και ταυτόχρονα την απαξίωση της εργασίας του όσο και του ίδιου από την κοινωνία και την πολιτεία. Είναι γνωστή εξάλλου στην ψυχαναλυτική ψυχολογία η σχέση της εξιδανίκευσης με την επιθετικότητα. Από το ένα μέρος, το μήνυμα που παίρνει ο εκπαιδευτικός είναι ότι αυτό που κάνει είναι εξαιρετικά σημαντικό, ότι η κοινωνία του έχει εμπιστευτεί τα ίδια της τα όνειρα και το μέλλον, ότι η εργασία του δεν αποτελεί καν επάγγελμα αλλά λειτούργημα, ενώ από το άλλο, αυτό που εμπράκτως του απευθύνεται είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο: είναι η κοινωνική ανυποληψία, η υποτίμηση, ακόμα και η περιφρόνηση. Σε μια κοινωνία όπου τα πάντα μετρώνται με το χρήμα, οι αμοιβές των εκπαιδευτικών αποτελούν ένα κραυγαλέο και αδιάψευστο δείκτη της κοινωνικής αξίας που φαίνεται να τους αναλογεί.
Μια δεύτερη σύγκρουση, ιδεολογική αυτή, συνδέεται με το δίπολο ελαστικότητα vs. αυστηρότητα. Από τη μία, τόσο η περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα του ανταγωνισμού όσο και ο ρόλος του κοινωνικού ελέγχου και της επιλογής που ανατίθεται από την κοινωνία και την πολιτεία στο σχολείο απαιτούν από τον εκπαιδευτικό να αξιολογεί τους μαθητές του και να είναι αυστηρός. Από την άλλη, οι αξίες του αντι-αυταρχισμού, της ανοχής και της επιτρεπτικότητας που αιωρούνται επίσης μέσα στην ίδια ιδεολογική ατμόσφαιρα, απαιτούν ταυτόχρονα από τον εκπαιδευτικό να είναι ελαστικός Δεν είναι καθόλου εύκολο να ανακαλύπτει κανείς διαρκώς τη σωστή δοσολογία πάνω σ' αυτόν τον άξονα, ώστε να μπορεί να είναι τόσο ελαστικός που να μην παύει να είναι και όσο χρειάζεται αυστηρός, ή να είναι τόσο αυστηρός που να μη χάνει και την ελαστικότητα που οφείλει επίσης να έχει.
Μια τρίτη αντίθεση και σύγκρουση είναι ανάμεσα στα στοιχεία ενήλικας και παιδί. Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού έχει την εξής ιδιαιτερότητα: ο εκπαιδευτικός καλείται να περνά το μεγαλύτερο μέρος της εργάσιμης μέρας του ως μόνος ενήλικας αυτός μέσα σε μια ομάδα παιδιών ή εφήβων.
Για να μπορέσει να κάνει σωστά τη δουλειά του, κάτι που προϋποθέτει την ουσιαστική και σε βάθος επικοινωνία με τους μαθητές, ο εκπαιδευτικός πρέπει να έχει την ικανότητα να ταυτίζεται εν μέρει με το μαθητή. Εν μέρει, γιατί θα πρέπει και να μπορεί να παραμένει ενήλικας, ώστε να λειτουργεί σαν δάσκαλος.
Πώς να διατηρεί ανέπαφη και νηφάλια αυτή την ενήλικη πλευρά του επαγγελματικού εαυτού του, όταν κατακλύζεται από παιδικές συμπεριφορές που εγκαλούν διαρκώς και αναπόδραστα το παιδί που είναι μέσα του; Ένα παιδί, που από το άλλο μέρος δεν είναι το ίδιο εύκολο, ή δεν είναι πάντα το ίδιο εύκολο, σε όλους τους εκπαιδευτικούς να το αντιμετωπίσουν και να έχουν ψυχική επαφή μαζί του, γιατί συμβαίνει να είναι ένα παιδί που έχει υποφέρει, ένα παιδί που αισθάνεται νωπή ακόμα τη ντροπή και την ενοχή (Navridis, 1998), το φθόνο, την οργή, την εγκατάλειψη; Με ποια πλευρά του εαυτού του να ταυτιστεί ο εκπαιδευτικός; Με την ενήλικη ή την παιδική; Απέναντι σε ποια άλλη;
Μερικές φορές, η εμμονή πολλών εκπαιδευτικών να προτάσσουν στην επικοινωνία το ενήλικο κομμάτι του εαυτού τους λειτουργεί ως αμυντική προκάλυψη που τους επιτρέπει να αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν άμεσα βαθύτερες ψυχικές τους ανάγκες και αιτήματα. Ανεξάρτητα δηλαδή από τη συγκεκριμένη χαρακτηροδομή και την ψυχοπαθολογία που μπορεί να έχει ένας εκπαιδευτικός, η δυσκολία του να εκφράσει συναισθηματικά αιτήματα έχει να κάνει και με το επάγγελμα και αυτή ακριβώς η ψυχοκοινωνική και επαγγελματική πτυχή του προβλήματος είναι που μας απασχολεί στο πλαίσιο αυτού του κειμένου.
Πώς κατασκευάζεται αυτό το επαγγελματικό ιδίωμα; Από το γεγονός ότι η ίδια η παιδαγωγική σχέση, λόγω της ηλικιακής ασυμμετρίας της, αλλά και της δομικής ανισοτιμίας των ρόλων που προϋποθέτει καθώς πραγματώνεται μέσα σ' ένα ακραία υπερεγωτικό αξιακό καθεστώς υψηλών εξιδανικεύσεων, με κεντρικό όρο το ίδιο το «παιδί», αυτοθυσίας, αλτρουισμού και αυστηρότητας, απαιτεί διαρκώς από το δάσκαλο να αναστέλλει τις προσωπικές του ανάγκες υπέρ των αναγκών του μαθητή, στον οποίο αισθάνεται ότι οφείλει να προσφέρει αφειδώς, εκτός από γνώσεις, το ενδιαφέρον, τη φροντίδα και την αγάπη του.
Επίσης, οι εκπαιδευτικοί βιώνουν μεγάλη ψυχική και σωματική ένταση στη δουλειά τους και άγχος, από την πίεση ενός παράλογα αυστηρού επαγγελματικού υπερεγώ, που τους επιβάλλει άκαμπτους και απαιτητικούς κανόνες σχετικά με το ωράριο διδασκαλίας και παρουσίας τους στο σχολείο, με την τήρηση του προγράμματος και της διδακτέας ύλης, την καθημερινή προετοιμασία για το μάθημα και τη δουλειά που πρέπει να παίρνουν στο σπίτι.
Η υποχρέωση να διδάσκουν προκαλεί στους εκπαιδευτικούς άγχος, γιατί ασυνείδητα προβάλλουν στους μαθητές τους το δικό τους (επι)κριτικό και απαξιωτικό υπερεγώ. Είναι δηλαδή σαν να μη μιλάνε προς τους μαθητές, αλλά να απευθύνονται σε μια πλευρά του βαθύτερου εσωτερικού εαυτού τους, που αν κάνουν κάποιο λάθος, αν τύχει να παραλείψουν κάτι, είναι έτοιμη να τους ελέγξει, να τους αποδοκιμάσει και να τους επιπλήξει με τον πιο προσβλητικό τρόπο.
Η απροκάλυπτη τέλος επιθετικότητα, η έντονη αμφισβήτηση και η βία των μαθητών σε πραγματικό επίπεδο, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικίες, καθώς και η πραγματική πλέον απειλή εκδήλωσης ακόμη και σωματικής βίας προς τους καθηγητές, σε μια εποχή μάλιστα χαρακτηριστικής και γενικευμένης κοινωνικής έκπτωσης του κύρους της εξουσίας και του σεβασμού για τους θεσμούς, οξύνει ακόμα περισσότερο το φαντασιωσικό τρόμο, που ούτως ή άλλως προκαλεί ασυνείδητα ο έφηβος στον εκπαιδευτικό (όπως άλλωστε και στο γονιό).
Εάν σε όλα αυτά προστεθούν και οι δυσκολίες που συνήθως υπάρχουν στις σχέσεις με τους συναδέλφους, οι οποίες συχνά είναι ή βιώνονται ως ακραία ανταγωνιστικές, με βασικό αντικείμενο την αγάπη και την προτίμηση των μαθητών, έχουμε το συνοπτικό πανόραμα των προβλημάτων μιας μάλλον παραγνωρισμένης επαγγελματικής καθημερινότητας, που παρόλα αυτά τείνει να προκαλεί το φθόνο της υπόλοιπης κοινωνίας, η οποία επιμένει να θεωρεί τους εκπαιδευτικούς προνομιούχους.
Η πραγματικότητα βεβαίως είναι τελείως διαφορετική. Τα ψυχολογικά και ψυχοσωματικά προβλήματα δεν είναι διόλου σπάνια στους εκπαιδευτικούς, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που φτάνουν ακόμη και μέχρι τη νευρική και ψυχική εξουθένωση, το λεγόμενο burnout.
Κλήμης Ναυρίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου