Η Μαρία δεν ήταν ακριβώς φίλη μου. Γιατί φίλο λες κάποιον με τον οποίον μοιράζεσαι μυστικά. Αλλά η Μαρία δεν ανοιγόταν. Ούτε και σ’ αυτούς –μάλλον-που έμοιαζε να νιώθει πιο κοντά τους. Αλλά ήταν συνάδελφός μου. Δεν ταιριάζαμε ακριβώς. Εγώ πιο αυστηρή, εκείνη πιο αλέγρα. Ίσως πάλι και να μην της έδωσα την ευκαιρία ή να μη μου έδωσε τη δυνατότητα να πούμε αλήθειες. Σημασία έχει πως τώρα πια δεν μπορούμε να διορθώσουμε τίποτα. Μερικές φορές νομίζουμε πως ο χρόνος είναι ανεξάντλητος. Πόσο παιδική είναι αυτή η σκέψη…
Πριν από δύο εβδομάδες, το μεσημέρι της Παρασκευής, της ευχήθηκα «καλό Σαββατοκύριακο» και τώρα δεν είναι πια μαζί μας. Αυτός ο θάνατος είναι τόσο ακατανόητος και τόσο άδικος! Τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν είμαι σίγουρη καν αν τη χαιρέτισα. Το μεσημέρι της Παρασκευής όλοι είναι αφηρημένοι και βιάζονται. Ίσως ήθελα απλά να φύγω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ίσως απορροφημένη από τη μικροζωή μου, τη θεωρούσα δεδομένη. Ότι θα τη ξανασυναντήσω, σαν το γραφείο μου, στη θέση που καθόταν πάντα, το πρωί της Δευτέρας.
Εκείνη ήταν πάντα εκεί συνήθως χαρούμενη ή τουλάχιστον αισιόδοξη. Της άρεσε το χρώμα και η διάθεσή της φαινόταν πρωτίστως από τα ρούχα της. Μερικές φορές ντυνόταν σοφιστικέ κι όταν κάποτε της είπα ότι μου άρεσε το στυλ της, γιατί έμοιαζε με αγγλίδα δασκάλα, δεν το πήρε καλά. Δυστυχώς, δεν πρόλαβα να τη ρωτήσω τι θα ήθελε να της πω.
Καθόταν στον υπολογιστή και πάντα μοιραζόταν με το σύλλογο οτιδήποτε της έκανε εντύπωση. Τον τελευταίο καιρό ήταν φοβισμένη, αλλά περισσότερο θυμωμένη με τις περικοπές στο μισθό των εκπαιδευτικών, όπως όλοι μας. Μου είχε εξομολογηθεί τους φόβους της κι εγώ την αποπήρα. Αλλά δεν κατάλαβα κάτι παραπάνω. Δεν υποψιάστηκα ότι ήταν πιεσμένη.
Ποτέ δε μου ζήτησε βοήθεια. Μπορεί να μην είχε μάθει να ζητάει από τους άλλους. Ήταν αυτάρκης και δυναμική. Έτσι τουλάχιστον, ήθελε να δείχνει. Σίγουρα, δεν της άρεσε η ζωή της πόλης. Της άρεσε η Σάμος, γιατί είχε ζήσει καλά εκεί και ήθελε να ξαναγυρίσει. Τη θαύμαζα, όταν μιλούσε για το διάστημα που είχε ζήσει στη Νότιο Αφρική. Μου διηγιόταν ιστορίες που τη σημάδεψαν εκεί και τη ζήλευα για τη γενναιότητά της. Τότε σκεφτόμουν ότι το σχολείο μας είναι πολύ μικρό για κείνη, αλλά δεν της το είπα ποτέ.
Πάντα αναπολούσαμε τη βραδιά που είχαμε πάει μαζί στη συναυλία του Μαραβέγια και είχαμε περάσει πολύ καλά. Είχαμε διασκεδάσει πολύ κι αυτό ήταν σημείο αναφοράς για τη σχέση μας. Γενικά, της άρεσε η μουσική και μάλιστα οι προτιμήσεις της δεν ήταν συνηθισμένες. Μου άρεσαν τα τραγούδια της δεκαετίας του ’30 που άκουγε. Πραγματικά, μάθαινα από εκείνη, αλλά ούτε κι αυτό της το είπα ποτέ.
Τότε είχαμε δοκιμάσει να τα πούμε κι εκτός σχολείου, αλλά δεν καταφέραμε να πούμε πολλά. Ανέκαθεν πίστευα ότι όσοι εργάζονται στον ίδιο χώρο, φοβούνται να μοιραστούν πιο προσωπικές σκέψεις. Μπορεί να είναι και προσωπικός φόβος. Δεν ξέρω. Πάντως, μέσα μου δεν είχα κλείσει το ενδεχόμενο να ξαναδοκιμάσουμε στο μέλλον. Πίστευα ότι όλος ο χρόνος είναι δικός μας…
Στο νοσοκομείο την είδαμε λίγο, αλλά είμαι σίγουρη ότι μας κατάλαβε. Την ένιωσα φοβισμένη από το αναπάντεχο και λυπημένη από την ανημποριά της. Ίσως, να μην ήταν η δική μας Μαρία, αλλά είμαι σίγουρη ότι μας κατάλαβε. Τουλάχιστον, προλάβαμε να τη χαϊδέψουμε λίγο, πριν μας την πάρουν.
Δε θέλω να την αποχαιρετήσω. Ο θάνατός της ήταν απροσδόκητος και δε θέλω να τον δεχτώ. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι μέσα σε δυο εβδομάδες μπορούμε να εξαφανιστούμε έτσι απλά, σα να μην είχαμε υπάρξει ποτέ… Μπορώ όμως να της πω «καλό ταξίδι» και θέλω να δώσει χαιρετίσματα στους αγαπημένους από την άλλη όχθη…
Σοφία Κανιάκα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου