Α. Εισαγωγή στο έργο του Δημήτρη Χατζή
Ο Δημήτρης Χατζής ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά και, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, «κάποια διηγήματά του φέρουν τον Χατζή ως μια από τις πιο επίλεκτες μονάδες της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας». Το λογοτεχνικό του έργο χωρίζεται σε τρεις περιόδους:
α) Στην αγωνιστική (1940-50) όπου εντάσσονται΄
1. το μυθιστόρημα Η Φωτιά(1946), το πρώτο λογοτεχνικό έργο που αναφέρεται στην Αντίσταση. Το βιβλίο ανήκει στην «στρατευμένη λογοτεχνία» και ο συγγραφέας ακολουθεί τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, σύμφωνα με τον οποίο η αποστολή της τέχνης πρέπει να υπηρετεί σαφείς πολιτικούς στόχους, και
2. Τα αγωνιστικά κείμενα (1940-50) περιέχονται στη συλλογή Θητεία (1979) . Στα έργα αυτά προβάλλονται πολιτικές, δογματικές θέσεις και χαρακτηρίζονται από ιδεολογική ρητορεία και έντονο μανιχαϊσμό.
β) Στην κυρίως λογοτεχνική (1953-1963) όπου ανήκουν και τα πιο αξιόλογα έργα του. Ο συγγραφέας παρουσιάζει μια θεαματική εξέλιξη και τα έργα του προσδιορίζουν ένα νέο ιδεολογικό και αισθητικό στίγμα. Έργα αυτής της περιόδου είναι: Το τέλος της μικρής μας πόλης (διηγήματα,1953), Ανυπεράσπιστοι (διηγήματα, 1965) , Το διπλό βιβλίο (μυθιστόρημα , 1976)
γ) Στην περίοδο αναζητήσεων και προβληματισμού. ΄Εργο αυτής της περιόδου είναι η συλλογή διηγημάτων Σπουδές (1976), της οποίας ο τίτλος πιστοποιεί την ανίχνευση νέων καλλιτεχνικών τάσεων. Εδώ ο συγγραφέας επιχειρεί μια ουσιαστική αφαίρεση, μια σύνθεση της ιστορίας, της ποίησης και της τέχνης, π.χ. το διήγημα Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ. Ο ίδιος ο Χατζής θεωρεί αυτό το διήγημα «ως κιβωτό των απόψεών του για την τέχνη, τη λειτουργία της, τις υποχθόνιες και μυστικές δυνάμεις που οδηγούν στο τελειωμένο έργο τέχνης».
Β. Βασικά χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του Δ. Χατζή.
1. Ο Δημήτρης Χατζής παρουσιάζει στο έργο του τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές. Επιλέγει συστηματικά την ελληνική επαρχία από όπου αντλεί τους μύθους των ιστοριών του και τους ήρωές του, γι’ αυτό και ανήκει στους ανανεωτές της ηθογραφίας.
2. Το έργο του συνδέεται με τη μεγάλη παράδοση του νεοελληνικού ρεαλισμού με τον Γ. Βιζυηνό, τον Α. Παπαδιαμάντη, τον Κων. Θεοτόκη. Τα πεζογραφήματά του διαπνέονται από έναν έντονο κοινωνιολογικό προβληματισμό, που είναι ο κεντρικός άξονας των μύθων του. Παρατηρεί και ερμηνεύει την ελληνική κοινωνία υπό το πρίσμα της μαρξιστικής ιδεολογίας και οι ήρωές του είναι πλάσματα των κοινωνικών συνθηκών, οι οποίες καθορίζουν και διαμορφώνουν καταλυτικά το ήθος, τη νοοτροπία τους, τις αντιδράσεις τους. Στη νεότητά του ακολουθεί το σοσιαλιστικό ρεαλισμό από τον οποίο παρεκκλίνει, καθώς εξελίσσεται και ωριμάζει ως πνευματικός δημιουργός.
3. Οι μύθοι σχεδιάζονται ορθολογιστικά, σχεδόν επιστημονικά, προσανατολισμένοι στην κοινωνιολογική προοπτική.
4. Παράλληλα με τον ορθολογιστικό σχεδιασμό των μύθων και των ηρώων τα αφηγήματα διαπνέονται από μια λυρική διάθεση, ένα συναισθηματικό χρωματισμό, ένα βαθύτατο ανθρωπισμό.
Ο Δημήτρης Χατζής αναγνωρίζει αυτά τα χαρακτηριστικά του έργου του. «Όσο κοιτάζω τώρα τον εαυτό μου τόσο περισσότερο ξέρω μέσα απ’ αυτή την αντίφαση μιας ζεστής καρδιάς και ενός λογοκρατούμενου πνεύματος – πόσο εμένα μου ήταν δύσκολο το γράψιμο».
5. Κύριο μέλημα του Δημήτρη Χατζή, όπως και κάθε λογοτέχνη, ήταν τα θέματα ύφους, η γλωσσική μορφή των έργων του. Οι κριτικοί μιλούν για υποδειγματική χρήση της νεοελληνικής λογοτεχνικής γλώσσας.
Ο Α. Κοτζιάς παρατηρεί σχετικά: Η γλώσσα του Δημήτρη Χατζή «είναι γλώσσα δασκάλου. ΄Οσο πιο γρήγορα ενσωματωθούν τα κείμενά του στα υποδείγματα για τη γλωσσική διδασκαλία, τόσο το καλύτερο για μας. Είναι μια γλώσσα φυσική , απλή και άμεση, ιδιαίτερα ευλύγιστη και εύστοχη.Πουθενά, δεν υπάρχει η συναίσθηση ότι περισσεύει ή ότι λείπει μια λέξη».
Γ. Το διήγημα Ο Σιούλας ο ταμπάκος
Ι. Ο μύθος του διηγήματος
Ο συγγραφέας με αριστοτεχνικό τρόπο περιγράφει αρχικά το σκηνικό, το γενικό πλαίσιο, όπου διαβιούν οι ταμπάκοι, οι βυρσοδέψες. Στην ανατολική πλευρά του μεσαιωνικού κάστρου και στην άκρη της λίμνης βρίσκονται τα ταμπάκικα, τα βυρσοδεψεία, τα «αργαστήρια» και τα σπίτια της μικρής και κλειστής κοινωνίας των βυρσοδεψών. Οι ταμπάκοι σεμνύνονταν ότι ήταν από τους πιο παλιούς κατοίκους της πόλης, που οι πρόγονοί τους κατοικούσαν στο κάστρο απ` όπου τους έδιωξαν οι Τούρκοι το 1612 μετά την ολιγοήμερη επανάσταση του Διονυσίου Σκυλόσοφου, επισκόπου Τρίκκης.
Με τους άλλους επαγγελματίες της πόλης , τους ξυλάδες, τους βαρελάδες δεν είχαν δοσοληψίες, διότι τους θεωρούσαν κατσκαναραίους = χωριάτες. Με τους καϊκτσήδες (ιδιοκτήτες, κυβερνήτες καϊκιού) είχαν κάποια σχέση, γιατί τους ένωνε το πάθος του κυνηγιού. Ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στο πατροπαράδοτο επάγγελμά τους και ένιωθαν ασφάλεια ηθική, κοινωνική, πολιτική, επαγγελματική. Διατηρούσαν από γενιά σε γενιά, αναντάμ παπαντάμ την παράδοση του συναφιού, τα ήθη τα έθιμά τους, τις αξίες τους, χωρίς να αλλάζουν τίποτε. Μέσα σ’ αυτήν την περήφανη και κλειστή γειτονιά γεννήθηκε, μεγάλωσε και δημιούργησε τη δική του οικογένεια ο Σιούλας ο ταμπάκος.
Ο σταδιακός μετασχηματισμός και η εκβιομηχάνιση της χώρας, ιδιαίτερα της ελληνικής επαρχίας, επηρεάζει καταλυτικά τη συντεχνία των ταμπάκων, γιατί η κατεργασία των δερμάτων γινόταν πλέον με τις μηχανές ευκολότερα και φθηνότερα. ΄Ετσι οι ταμπάκοι παραμερίστηκαν, τα εργαστήρια δε δούλευαν πια κανονικά και η ζωή τους φτώχυνε, όμως από περηφάνεια δεν το παραδέχονταν και συμπεριφέρονταν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε. Στο σημείο αυτό του μύθου παρεμβάλλεται η σκηνή του κυνηγιού, έκφραση της πανάρχαιας συνήθειας των ταμπάκων «τ’αντρίκιο πάθος τους, τ` αρχοντικό του κυνηγιού», που επιβραδύνει την εξέλιξή του και δίνει την απατηλή εντύπωση ότι η ομορφιά και η ευτυχία του παρελθόντος υπάρχει ακόμη. Στην ουσία όμως είναι το preludio που μας εισάγει στο κύριο επεισόδιο του αφηγήματος.
Ο Σιούλας ο ταμπάκος, συνειδητοποιώντας την τραγικότητα της καταστάσεως, αποφασίζει να πουλήσει, αυτός ο άριστος κυνηγός, το δίκαννό του στο γύφτο. O γύφτος όμως, με μια χειρονομία ανθρωπιάς αρνείται ν`αγοράσει το όπλο, ξέροντας τι σήμαινε γι` αυτόν, μάλιστα του δανείζει ένα εκατοστάρικο. Κι ο Σιούλας απ` αυτή τη στιγμή αρχίζει να αλλάζει. Παραδέχεται ότι είναι καλός άνθρωπος ο γύφτος, το ίδιο νιώθει και με το βαρελά. Τέλος παίρνει την απόφαση ν` ασχοληθεί με το κυνήγι. «Πήγε, στάθηκε στο παζάρι και πούλησε το κυνήγι», που είναι πια το μέσο επιβίωσης.
Το διήγημα έχει ένα λυρικό και πρωτότυπο φινάλε, με το βιβλικό συμβολισμό των τειχών της Ιεριχούς, που εκφράζει κατά τρόπο δραματικό το λυκόφως του παλαιού κόσμου και την απόλυτη δεσποτεία της μηχανής. Όμως οι τελευταίες φράσεις του κειμένου «Κόντευε η άνοιξη και πάνω από τη λίμνη κοπάδια αγριόχηνες τραβούσανε πια για ψηλότερα. Σαν τρομαγμένα κι αυτά» συνιστούν έναν προφητικό οικολογικό υπαινιγμό.
II Δραματικός χώρος και χρόνος του αφηγήματος
Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Το τέλος της μικρής μας πόλης (1953). Όπως σ’ όλα τα διηγήματα της συλλογής, δεν αναφέρεται σαφώς ο χώρος της αφηγηματικής δράσης. Όμως γίνεται φανερό ότι πρόκειται για τα Ιωάννινα, τη γενέθλια πόλη του Δ. Χατζή. Ενδεικτικά σημεία: η αναφορά στο κάστρο, στη λίμνη, και στους κατοίκους της πόλης οι οποίοι προέρχονται από γειτονικές περιοχές: Μετσοβίτες, Βοβουσιώτες, Ντομπρινοβίτες. Ο αφηγητής μας περιγράφει το γενικό πλαίσιο δράσης, αλλά συγχρόνως αναφέρεται σε συγκεκριμένους χώρους : στον ευρύτερο χώρο, όπου διαβιούν και εργάζονται οι ταμπάκοι, στο σπίτι του Σιούλα, στη λίμνη,όπου διεξάγεται το πατροπαράδοτο κυνήγι, στο υποτυπώδες εργαστήριο του γύφτου,«σε μια τρύπα στα μπιζεστένια» στο οποίο πήγε να πουλήσει το δίκαννό του», στο δρόμο με τα βαρελάδικα, εκεί που συναντιέται μ’ ένα βαρελά, στο κρασοπουλειό των ξυλάδων και βαρελάδων, όπου για πρώτη φορά μπαίνει και πίνει μαζί τους.
Ο ιστορικός-δραματικός χρόνος κατά τον οποίο εξελίσσεται η ιστορία, αν και δεν προσδιορίζεται σκόπιμα από τον αφηγητή, είναι προφανές από ενδοκειμενικές ενδείξεις ότι είναι η εποχή του Μεσοπολέμου. Η αναφορά στους Μικρασιάτες πρόσφυγες και στους βενιζελικούς είναι όριο post quemμετά το οποίο διαδραματίζεται η ιστορία , και το ante quem πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε παρατηρείται η σταδιακή εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας με τον εκβιομηχανισμό της χώρας και τις αλλαγές στις μεθόδους παραγωγής. Αυτό είναι το ιστορικό-πολιτισμικό πλαίσιο της αφήγησης.
III Ενότητες του διηγήματος
Το διήγημα διακρίνεται σε δυο εκτενείς νοηματικές ενότητες:
Α «Γαλαζοπράσινη και βαθιά...αναντάμ παπαντάμ»
Η πρώτη ενότητα μας δίνει το γενικό πλαίσιο του μύθου. Περιγράφεται ο χώρος, το κάστρο με έμφαση, διότι συνδέεται με την ιστορία των ταμπάκων, απ` αυτό απορρέει η αίσθηση της αρχοντιάς τους και της ανωτερότητάς τους έναντι των άλλων κατοίκων της πόλης. Εδώ λοιπόν μας δίνεται η ιστορία της συντεχνίας, της συνοικίας τους «τ` αργαστήρια, λιθόκτιστα , δίπατα όλα, με θολωτές μεγάλες πόρτες, στη σειρά ακουμπισμένα στα τειχιά του κάστρου…. Τ` απάνω πάτωμα …ήταν το κατοικιό τους». Περιγράφεται η οργάνωση της οικονομίας τους, ερμηνεύεται η πολιτική και κοινωνική ιδεολογία τους, τα πατροπαράδοτα ήθη τους, η κοινωνική τους συμπεριφορά, και η σχέση τους με τις άλλες επαγγελματικές ομάδες. Εμφατικά εξαίρεται η οικονομική τους αυτάρκεια, και η απομόνωσή τους από τους άλλους από αίσθημα ταξικής ανωτερότητας.
Στην πρώτη ενότητα δεν υπάρχει αφήγηση, πρόσωπα, γεγονότα, στοιχεία οργανικά του διηγήματος. Είναι ένα συνοπτικό άρθρο-μια επιφυλλίδα- που περιγράφει τη συντεχνία των ταμπάκων που έλκει την καταγωγή τους από τους βυζαντινούς χρόνους, και διατηρεί αναλλοίωτο τον παραδοσιακό χαρακτήρα της. Πιθανόν τις πληροφορίες αντλεί από σχετικές ιστορικές πηγές. Στο κείμενο υπάρχει σχετική αναφορά. Η συνάρτηση του πρώτου μέρους με το δεύτερο είναι οργανική. Η πρώτη ενότητα θέτει τα ουσιώδη μοτίβα της δεύτερης ενότητας.
Β. «Ταμπάκος αναντάμ παπαντάμ...σαν τρομαγμένα κι αυτά»
Με τη φράση αναντάμ παπαντάμ περνάμε στη δεύτερη ενότητα, όπου εμφανίζεται στο προσκήνιο ο κύριος ήρωάς του, ο Σιούλας, τυπικός εκπρόσωπος του σιναφιού, απόλυτα ταυτισμένος με τη νοοτροπία των ταμπάκων. Η δεύτερη ενότητα χωρίζεται σε τρεις επί μέρους ενότητες:
1. « Ταμπάκος αναντάμ παπαντάμ...δεν είναι αστεία μ’αυτούς» Στην πρώτη αυτή υποενότητα παρουσιάζεται και ηθογραφείται με έμφαση ο Σιούλας, ιδιαίτερα ο συντηρητισμός του και η απέχθειά του προς κάθε νεωτερισμό εμφαίνεται από το χαρακτηριστικό επεισόδιο με τον ξενιτεμένο ταμπάκο.
2. « Περνάν ωστόσο τα χρόνια...Για τον κόσμο όλον...» Η δεύτερη ενότητα σηματοδοτεί τη βίαιη εισβολή της βιομηχανικής παραγωγής. H άτρωτη συντεχνία των ταμπάκων υφίσταται τη φθορά του χρόνου και των αλλαγών, που διέπουν την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη. Επισημαίνονται οι δυσμενείς συνέπειες από την οικονομική κατάρρευση στην οικογένεια του Σιούλα και των άλλων ταμπάκων.
3. «Κι ήρθε τότε...κι αυτά» Στην τρίτη ενότητα έχουμε την περιπέτεια, τη μεταβολή της τύχης, και της νοοτροπίας του Σιούλα και προβάλλεται η λύση στο αδιέξοδο με το συμβιβασμό του ήρωα, το γκρέμισμα της παραδοσιακής δομής της κοινωνίας και την επέλαση της νέας τάξης πραγμάτων με το βιβλικό πλάνο του τέλους.
IV Ο πληθυσμός του αφηγήματος
Στο διήγημα ο συγγραφέας ανατέμνει κοινωνιολογικά και ηθογραφεί με τη δοκιμασμένη ρεαλιστική του μέθοδο τους κατοίκους της μικρής πόλης, τις διάφορες επαγγελματικές ομάδες, τους ξυλάδες, τους βαρελάδες, τους καϊκτσήδες συνοπτικά, αναφέρει τις επαγγελματικές ενασχολήσεις τους, τον καθημερινό μόχτο τους για τον επιούσιο.
Α. Οι ταμπάκοι
Επιμένει όμως στην ηθογραφία των ταμπάκων στην α΄ ενότητα του αφηγήματος. Οι ταμπάκοι αισθάνονται ανώτεροι έναντι των άλλων κατοίκων της πόλης, πιστεύοντας ότι είναι αρχόντοι καστρινοί που οι πρόγονοί τους ζούσαν μέχρι το 1612 μέσα στο μεσαιωνικό κάστρο και μετά όταν τους έδιωξαν οι Τούρκοι στα τειχιά του κάστρου, δίπλα στη λίμνη. Σχεδόν δεν αντελήφθησαν την άφιξή των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Δε συναναστρέφονται με τους άλλους, πέραν από τις καθημερινές συναλλαγές, τους θεωρούν χωριάτες, σεμνύνονται πως το γλωσσικό ιδίωμα που μιλούν είναι η αυθεντική διάλεκτος της πόλης.
Είναι μια κλειστή κοινωνική και επαγγελματική ομάδα, με διαφοροποιημένη κοινωνική συνείδηση και που τα μέλη της συνδέονται συγγενικά μεταξύ τους, εφαρμόζοντας ενδογαμία. Εξάλλου πηγαίνουν σε δικές τους ταβέρνες και κουβεντιάζουν για«παλιές ιστορίες, κυνήγια, τέτοια πράματα» ΄Εχουν στατική πολιτική ιδεολογία, ψηφίζουν το βενιζελικό κόμμα, ίσως από μεγαλοϊδεατισμό και προσήλωση στην πολιτική παράδοση της κάστας.
Η βιοτεχνία τους ακολουθεί τους παραδοσιακούς, πρωτόγονους τρόπους παραγωγής, προμηθεύονται τις πρώτες ύλες επί τόπου, πωλούν τα προϊόντα τους στους εμπόρους της πόλης και παράγουν οι ίδιοι πολλές από τις ύλες για τη δουλειά τους, την ψαρόκολλα, βαφές. Δεν πληροφορούνται τις ραγδαίες εξελίξεις στο επάγγελμά τους κι αυτό θα έχει καταλυτικές συνέπειες για το μέλλον της συντεχνίας τους. Υπέρτατη έκφραση της αρχοντιάς τους είναι το κυνήγι της λίμνης που τις Κυριακές και τις γιορτές προσλαμβάνει τελετουργικό χαρακτήρα, όπου «τόχανε σαν προνόμιο ν αρχίζουν αυτοί από το χάραμα από την πιο μακρινή άκρα της λίμνης». Το κυνήγι είναι γι αυτούς ένα ευγενές άθλημα σαν τα κυνήγια του Μεσαίωνα. ΄Όταν επέρχεται ραγδαία η οικονομική καταστροφή, γιατί δεν θέλησαν να προσαρμοστούν στις εξελίξεις της κοινωνίας, σιωπούν, κρατώντας ερμητικά κλειστή την ψυχή τους, την πληγωμένη τους αξιοπρέπεια, γιατί ντρέπονται να μιλήσουν για τη δυστυχία που τους βρήκε.
Β. Οι γυναίκες των ταμπάκων
Δίπλα τους ψυχογραφούνται και οι γυναίκες των ταμπάκων που δε μιλούν με τους άλλους, όμως κουβεντιάζουν και κλαίνε μαζί «έφυγε ( η γυναίκα του Σιούλα) και πήγε στην αδελφή της να κλάψουν μαζί». Ανοίγουν δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσά τους (κι αυτό το οφείλουν στο γυναικείο τους φύλο) και αλληλοβοηθούνται, για να αμυνθούν στην τραγωδία που τους έλαχε, σιωπούν όμως, και δεν αναφέρουν τίποτε στους άνδρες τους για το πόσο δύσκολα εξασφαλίζουν, όταν μπορούν, τον επιούσιο.
«Και το ξέρουν όλοι πως οι γυναίκες τους διακονεύονται η μια την άλλη, μοιράζονται αυτές το φαρμάκι και το πίνουν μοναχές τους, δίχως να τους λένε τίποτε μήτε παραέξω να λένε, αν τύχει κι έχουν δικούς τους».
Γ. Ο Σιούλας
Όμως κυρίαρχη μορφή, δοσμένη με πλαστική δύναμη και ρεαλισμό είναι ο Σιούλας ο ταμπάκος, αυθεντικός εκφραστής της επαγγελματικής τάξης του. Ο ήρωάς του Δημήτρη Χατζή είναι σαφώς δημιούργημα των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών της εποχής, επομένως αποτυπώνει εναργώς τα γνωρίσματα και τις αντιφάσεις του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Αναφέρει συναφώς ο Παγανός: «Ο πεζογράφος χρησιμοποιεί μια ατομική περίπτωση, για να διαγράψει καθαρότερα τα χαρακτηριστικά της ομάδας που μελετά. Ολόκληρο άλλωστε το διήγημα χτίζεται με τη διαπλοκή του γενικού και του ειδικού, των κοινών συνθηκών ζωής των ταμπάκων και των ιδιωτικών προβλημάτων του Σιούλα. Η ατομική περίπτωση χρησιμεύει για να φωτίσει καλύτερα το γενικό πρόβλημα».
Ο Σιούλας ο ταμπάκος στην αρχή παρουσιάζεται παλλαϊκός και πιστός στις παραδόσεις, ανυποψίαστος για τις αλλαγές και τους μετασχηματισμούς της κοινωνίας «με την ψυχή γεμάτη περηφάνεια, ατράνταχτη αυτάρκεια και αδυσώπητη καταφρόνια για το καινούργιο». Ο συντηρητισμός του και η απέχθειά του προς κάθε νεωτερισμό εμφαίνεται από το γραφικό επεισόδιο με τον ξενιτεμένο ταμπάκο. Ο Σιούλας στρέφει τα νώτα του προς τους Φράγκους, τους οποίους θαυμάζει ανεπιφύλακτα ο παλιννοστήσας ταμπάκος, στην ουσία όμως στρέφει τα οπίσθια του στην εξέλιξη και τον πολιτισμό.
Η αντίδρασή του και τα γέλια των άλλων ταμπάκων μοιάζουν να θέλουν να ξορκίσουν το κακό, είναι μια προσπάθεια αυτοάμυνας έναντι των νέων δεδομένων. Γι` αυτό η βίαιη προσαρμογή του στη νέα εποχή λαμβάνει δραματική ένταση. Καθώς συνειδητοποιεί όλη τη δυστυχία, την οικονομική του κατάσταση, τα πεινασμένα παιδιά του, τον πόνο της γυναίκας του, μια ευαίσθητη χορδή πάλλεται στην ψυχή του και αλλάζει. Το αίσθημα ευθύνης προς την οικογένεια και τη γυναίκα του «που είκοσι χρόνια μαζί της, πρώτη φορά στοχαζότανε τώρα γι` αυτήν» τον ωθούν ν`αρνηθεί το παλιό και ν` αποδεχθεί το νέο, όχι βέβαια από ιδεολογικό προβληματισμό ή ανάλυση των καταστάσεων αλλά ύστερα από έντονη συναισθηματική φόρτιση.
Καταλυτικό ρόλο στη μεταστροφή του Σιούλα θα παίξει η γυναίκα του, η οποία περισσότερο απ` εκείνον αισθάνεται το μέγεθος της καταστροφής, γιατί βιώνει στο πετσί της την ανέχεια και τη φτώχεια, συνέπειες της οικονομικής κατάρρευσης και κυρίως ο γύφτος. ΄Ενας περιθωριακός τύπος, ένας παρίας της ελληνικής κοινωνίας με την ανθρώπινη χειρονομία του, όχι μόνο δεν θα δεχτεί να αγοράσει το δίκαννό του αλλά θα του προσφέρει και οικονομική βοήθεια. ΄Ετσι ο Σιούλας μεταμελείται, σκύβει μέσα του σε μια «πρώτη γνωριμία του εαυτού του» ανακαλύπτει τους άλλους, την ανθρώπινη καλοσύνη και τη συναδέλφωση της εργατικής τάξης, υπερβαίνοντας τις αγκυλώσεις και τις προκαταλήψεις της κλειστής συντεχνίας.
«Πιο πολύ γι` αυτή τη γνωριμιά των ανθρώπων – πρώτη φορά στη ζωή του, τη γνωριμιά των φουκαράδων, που `πε κι` ο γύφτος, πρώτη γνωριμιά του εαυτού του – δεν είσαι άδικος εσύ Σιούλα…Καθώς περνούσε τους δρόμους κατεβαίνοντας για τα ταμπάκια, κατιτίς καινούριο, ζωντανό και ζεστό, σαν ένα φως έπαιζε μέσα του. Σχεδόν χαρούμενο μέσα στην κατάμαυρη δυστυχία. Κάτι που δε μαραίνεται». Όπως ήδη αναφέραμε για την αλλαγή του Σιούλα και τις οδυνηρές αποφάσεις του αποφασιστική υπήρξε η στάση τριών βασικών προσώπων, της γυναίκας του, του γύφτου και του βαρελά.
Ο Τζιόβας φρονεί πως δεν είναι πειστική η μεταστροφή του ήρωα, σύμφωνα με τα μέτρα του ρεαλισμού. «Στον Σιούλα τον ταμπάκο» προκαλεί αμφιβολίες η εγκατάλειψη της ταξικής υπεροψίας και της συντεχνιακής απομόνωσης από τον ομώνυμο ήρωα, καθώς και η όψιμη ανακάλυψη των ανθρώπων. Πιο πολύ γι` αυτή τη γνωριμιά των ανθρώπων –πρώτη φορά στη ζωή του, την γνωριμιά των φουκαράδων, που`πε κι ο γύφτος, πρώτη γνωριμιά του εαυτού του». Ο Παγανός και ο Μηλιώνης διαφωνούν.
Γράφει ο Παγανός: «Η μαστοριά του τεχνίτη (…) φαίνεται στον τρόπο που προετοιμάζει τη μεταστροφή του ήρωά του: μελετημένα, μεθοδικά και αιτιολογημένα από ψυχολογική άποψη. Οι αντιδράσεις του Σιούλα είναι φυσικές: κατά το εικός και το αναγκαίον. Η οικογενειακή του κατάσταση, τα πεινασμένα του παιδιά και η αδικημένη γυναίκα ενεργούν μέσα του καταλυτικά, για να γκρεμιστούν τα τείχη της Ιεριχώς, η περηφάνια δηλαδή του σιναφιού που είναι και το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα του Σιούλα. (…) Από τη δοκιμασία βγαίνει νικητής και βρίσκει διέξοδο κατανικώντας τις αρνητικές αρετές της συντεχνίας του, γκρεμίζοντας μέσα του ένα στείρο και άγονο κόσμο. Ο ρεαλισμός του Χατζή είναι κριτικός. Το μήνυμά του περνάει άνετα μέσα από την εξέλιξη του μύθου, χωρίς να προδίδει την αισθητική αξία του διηγήματος».
Ενώ ο Μηλιώνης αναφέρει: «Προβλήθηκε η αντίρρηση πως το «Σιούλα τον ταμπάκο» προκαλεί αμφιβολίες η εγκατάλειψη της ταξικής υπεροψίας και της συντεχνιακής απομόνωσης από τον ομώνυμο ήρωα, καθώς και η όψιμη ανακάλυψη των ανθρώπων». Ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς ή όχι, θα είχε να αντιπαρατηρήσει τα εξής:
α) Ότι δεν πρόκειται εδώ για ταξική υπεροψία, αλλά για κληρονομημένη στάση μιας κλειστής κοινωνικής ομάδας με παραδοσιακό χαρακτήρα, που διαφέρει από την κοινωνική τάξη. Η δεύτερη βασίζεται στον οικονομικό ανταγωνισμό ή την εκμετάλλευση. Όταν η ομάδα αυτή, δηλ. η συντεχνία, καταστρέφεται, καταστρέφονται και τα σχήματα συμπεριφοράς και αντιλήψεων που έχει εποικοδομήσει.
β) Η στροφή του Σιούλα προς τους συνανθρώπους δεν γίνεται από ξαφνική και αναίτια έκλαμψη, αλλά βαθμιαία και κάτω από την πίεση της ανάγκης. Τα ίδια τα πράγματα τον φέρνουν προς τα εκεί που πάει».
Δ. Η γυναίκα του Σιούλα
Η Σιούλαινα, που δεν έχει όνομα δικό της, δεν έχει αυθύπαρκτη οντότητα, είναι μια τυπική μορφή μιας κλειστής κοινωνίας, με αυστηρή πατριαρχική δομή. Σιωπηλή, ενδοστρεφής, υποταγμένη δεν τολμά να εκφράσει τις σκέψεις της, τις ανησυχίες στον άνδρα της. Σκέπτεται π.χ. να πουλήσουν τα παπιά που περίσσευαν όμως «ήταν μια σκέψη που μήτε με τα μάτια δεν είχε κουράγιο να τη φανερώσει σ`αυτόν». Εν τούτοις, ο συγγραφέας παρουσιάζει την ηρωίδα του να αρθρώνει σε ευθύ λόγο δύο φράσεις, προβαίνει για λίγο από τη σκιά στο προσκήνιο, όταν ο άνδρας της την επιπλήττει, γιατί δε φρόντισε να ετοιμάσει φαγητό για την οικογένεια. ΄Επειτα βυθίζεται πάλι στη σιωπή και στη βαθύτατη οδύνη της. «Σηκώθηκε κι έφυγε γρήγορα για να κρύψει τα δάκρυα που την έπνιγαν».
Αυτή η σιωπηλή, αλλά τόσο εύγλωττη εγκαρτέρηση της Σιούλαινας έγινε αφορμή να συναισθανθεί «την αδικία του» απέναντί της και να αλλάξει ο Σιούλας. Η Σιούλαινα είναι ο τύπος της απλής γυναίκας του λαού που με πρακτικό πνεύμα και την έμφυτη σοφία της χρησιμοποιεί όλα τα μέσα και τα τεχνάσματα («έδωσε κάτι κρυφά στον Εβραίο τον παλιατζή») για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την οικογένειά της και υποφέρει, όταν δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον παραδοσιακό ρόλο της μάνας. Θυμίζει άλλες γυναικείες μορφές στο έργο του Χατζή, π.χ. τη θεία Αγγελική, στο ομώνυμο διήγημα., αλλά και άλλων συγγραφέων, του Παπαδιαμάντη, π.χ. τη γριά Λούκαινα, την θεία Αχτίτσα, και «τις μεγάλες γυναίκες του ρωμέικου πόνου»,όπως λέει ο Χατζής στο Διπλό βιβλίο.
Ε. Ο γύφτος
Στο βασικό επεισόδιο του διηγήματος δεσπόζει η περιθωριακή μορφή του γύφτου. Κατά τον Σαχίνη «Θαυμάσια επίσης, γεμάτη συγκρατημένη συγκίνηση και ανθρωπιά είναι η σκηνή όπου ο Σιούλας πάει σ` ένα φτωχό γύφτο για να πουλήσει το κυνηγετικό του ντουφέκι κι ο γύφτος δεν το παίρνει, αλλά του δανείζει ένα κατοστάρικο». Ο γύφτος είναι ένας άνθρωπος του μόχθου «ψευτοντουφεξής σε μια τρύπα στα μπιζεστένια» που διόρθωνε τα ντουφέκια των φτωχών. Ζώντας μέσα στην αγορά, έξω από το κλειστό περιβάλλον των ταμπάκων ξέρει τα προβλήματά τους, οσμίζεται τις αλλαγές και τις ανακατατάξεις της κοινωνίας.
΄Ομως παράλληλα διαθέτει ψυχική ευγένεια και καλοσύνη και μπορεί να κατανοήσει το δράμα του Σιούλα.Τον προσφωνεί «αδελφέ μου» , του προσφέρει τσιγάρο και αρνείται ν` αγοράσει το όπλο του, παρόλο που τον προσβάλλει με τα λόγια του ο Σιούλας. Εδώ σ` αυτή τη σκηνή ο αφηγητής μας δίνει και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά: «το καπνισμένο μούτρο του», το βαθύ μελαχροινό χρώμα της γύφτικης φυλής, και προπάντων «τα μπιρμπίλικα μάτια του που παίζανε» έκφραση του ήθους του προσώπου, που ατένιζαν τον Σιούλα με ειλικρίνεια. Ο γύφτος ίσως είναι το προσωπείο του συγγραφέα που με κατανόηση και συμπόνια για τη μοίρα των ανθρώπων θα γίνει ο καταλύτης για την εσωτερική μεταμέλεια και αυτοσυνειδησία του κύριου ήρωα.
Διότι αίφνης ο Σιούλας ανακαλύπτει τους συνανθρώπους του, απεκδύεται την υπεροψία και την ακαταδεξία της τάξης του, αντιμετωπίζει τη συμφορά με ρεαλισμό και εντάσσεται πλέον στην οργανική ενότητα της ζωής. Παρόμοια ηθογραφείται και ο βαρελάς που εκφράζει τη συμπαράστασή του στον Σιούλα. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τους δύο αυτούς ήρωες να έχουν ανεπτυγμένη εργατική συνείδηση και έντονο το συναίσθημα της συναδελφικής αλληλεγγύης.
V. Αφηγηματικές τεχνικές και άλλα εκφραστικά μέσα
Στο διήγημα αυτό, όπως και στα άλλα της συλλογής, ο συγγραφέας επιδιώκει , αυτός είναι ο ιδεολογικός του στόχος, να διαγράψει πρόσωπα παράλληλα με τους κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς, να μας περιγράψει τη διαδικασία μιας μετάβασης από μια κατάσταση σε άλλη, τη σταδιακή εξέλιξη των προσώπων και την αλλαγή του τρόπου του σκέπτεσθαι. Στο διήγημα παρατηρούμε μια εναλλαγή της εστίασης. Δηλαδή, πότε η συντεχνία, το εσνάφι και πότε ο Σιούλας αποτελούν τον πυρήνα του μύθου.
Ο αφηγητής συναρτά και διαπλέκει τη ζωή της συντεχνίας με την τύχη του ήρωα. Αυτή είναι η δομή του έργου, από την περιγραφή του γενικού, των κοινωνικών δεδομένων, πάμε στο ειδικό και πάλι επιστρέφουμε στο γενικό. Η πρώτη ενότητα αναφέρεται στη συντεχνία και στο Σιούλα, ακολουθεί η επόμενη ενότητα που περιγράφει την οικονομική κατάρρευση του σιναφιού, επανέρχεται εν συνεχεία στην ατομική περίπτωση του Σιούλα και τελειώνει με το Σιούλα, που πήγε στο παζάρι και τον ακολούθησαν και οι άλλοι ταμπάκοι. Μέσα από την ατομική μεταστροφή υπολανθάνει και διαφαίνεται η κοινωνική, η επαγγελματική μετεξέλιξη των ταμπάκων.
Γι` αυτό ο συγγραφέας επέλεξε την πανοραμική προοπτική, την τεχνική του τριτοπρόσωπου παντογνώστη αφηγητή που είναι αποστασιοποιημένος και αμέτοχος στα δρώμενα του μύθου. Η πανοραμική προοπτική είναι και πανχρονική, μπορεί να καλύψει όλες τις χρονικές περιόδους: παρελθόν, παρόν, μέλλον, ενώ συνάμα ο αφηγητής έχει την άνεση να αναφερθεί και σε άλλες περιπτώσεις π.χ. στους ταμπάκους άλλων πόλεων, να ενσωματώσει στοιχεία τραγικής ειρωνείας, και να ολοκληρώσει την ιστορία του με την εντυπωσιακή βιβλική αλληγορία, που προοιωνίζεται το τέλος μιας εποχής και το προανάκρουσμα μιας άλλης. Ο Χατζής όμως «ενώ βλέπει την ανθρώπινη περιπέτεια με τρόπο σχολαστικό, σχεδόν επιστημονικό και τη συναρτά με τις οικονομικές σχέσεις (τις σχέσεις παραγωγής) που τον προσδιορίζουν, εν τούτοις κατορθώνει να μεταδώσει στη γραφή του μια θέρμη, την κάνει να σφύζει στο ρυθμό της καρδιάς του».
Αυτό το επιτυγχάνει ο συγγραφέας με τη σύνθεση σκηνών, που είναι ρεαλιστικές, αλλά παράλληλα εκφράζουν πηγαίο συναίσθημα και ανθρώπινη ευαισθησία. Π.χ. το στιγμιότυπο που παίζει με τα παιδιά του ο Σιούλας «μια ευτυχισμένη στιγμή μέσα στην καταχνιά που κατέβαινε στα ταμπάκια», ενώ δίπλα στο πάτωμα, γονατισμένη η Σιούλαινα, γεμάτη αγωνία, μετρά και ξαναμετράει τα παπιά και σκέπτεται να πουλήσει όσα περισσεύουν. Επίσης η συζήτηση με τη γυναίκα του, ο διάλογος με το γύφτο, η συνάντηση με τους βαρελάδες του Σιούλα αποπνέουν μια ανθρωπιά, μια βαθύτατη συγκίνηση παρά «την κατάμαυρη δυστυχία», την οικονομική δυσπραγία, την άτεγκτη ωμότητα της ζωής.
Με εμπράγματο, ένυλο λόγο αποδίδει ρεαλιστικά, κάποτε με νατουραλιστικές αποχρώσεις π.χ. τις πρωτόγονες συνθήκες εργασίας των ταμπάκων. «Μέσα σ` αυτά τα χαγιάτια, κάνε ξιπόλητοι, κάνε με κάτι μεγάλα ποδήματα και ξεβράκωτοι – δηλαδή μονάχα με το βρακί τους – δουλεύαν οι ταμπάκοι τα δέρματα», ενώ παράλληλα έχουμε την ποιητική περιγραφή της λίμνης. Κάποτε ο αφηγητής περεμβαίνει και σχολιάζει έμμεσα. Λέει π.χ. για τον Σιούλα «Δίχως να το νιώσει ο Σιούλας τα μαλλιά του πήραν κι άσπρισαν…». Εξάλλου ο συγγραφέας ψυχογραφεί τους ήρωές του με συμπάθεια, δεν τους καταγγέλλει ως δημόσιος κατήγορος, δεν τους καταδικάζει, επενδύει συναισθηματικά στο εσωτερικό δράμα των ηρώων και προσπαθεί να ερμηνεύσει και να φωτίσει τις καταστάσεις, κατανοώντας τους ανθρώπους που υφίστανται τις συνέπειες των κοινωνικών ανακατατάξεων.
Σε κάποια σημεία ένας υποτυπώδης εσωτερικός μονόλογος προσδίδει ψυχολογικό βάθος στην αφήγηση, αποκαλύπτοντας τις ενδόμυχες σκέψεις των ηρώων του, τα βαθύτερα δρώμενα της ανθρώπινης υπάρξεως. (Εσωτερικός μονόλογος: Η τεχνική αυτή επιδιώκει να περιγράψει τη συνεχή ροή των σκέψεων, αναμνήσεων, συνειρμών και συναισθημάτων που διαπερνούν την ψυχή και τη διάνοια του ήρωα, την ώρα που γεννιούνται. Ο συγγραφέας προσπαθεί να μας εισαγάγει στην εσωτερική ζωή του ήρωα). Σε τρεις περιπτώσεις ανιχνεύουμε εσωτερικό μονόλογο ή την τεχνική της εσωτερικής εστίασης, σύμφωνα με τη σύγχρονη ορολογία της αφηγηματολογίας:
α. Όταν η Σιούλαινα σκέπτεται γονατισμένη μετρώντας ξανά και ξανά τα παπιά.
β. Όταν ο Σιούλας μένει μόνος στο σπίτι του και αναλογίζεται την αδικία απέναντι στη γυναίκα του μετά την κουβέντα μαζί της.
γ. Τέλος στην κορύφωση της πλοκής, όταν μετά τη συνάντηση με το γύφτο ο αφηγητής αποτυπώνει την ψυχική μεταμόρφωση του Σιούλα, τους διαλογισμούς και τα συναισθήματά του.
Ουσιώδες στοιχείο τεχνικής αποτελούν οι έξοχες περιγραφές, ιδιαίτερα στην πρώτη ενότητα, όπου σκιαγραφείται το γενικό πλάνο της συνοικίας των ταμπάκων. Συνδυάζοντας με απαράμιλλο τρόπο το σκληρό ρεαλισμό και τον πηγαίο λυρισμό σκηνοθετεί συναρπαστικές εικόνες που οριοθετούν το χώρο. Εντυπωσιακή είναι, επίσης, η αναπαράσταση του πανάρχαιου αθλήματος του κυνηγιού.
Η σκηνή του κυνηγιού με την εξαίσια σύστασή της, την πλούσια εικονογραφία της – οπτικές παραστάσεις, οι αλλεπάλληλες εικόνες με τα πουλιά – πρωτάκουστα ονόματα πουλιών, ο θαυμαστός κόσμος τους (η περίφημη λίμνη των Ιωαννίνων σαν ένας σπάνιος βιότοπος διαθέτει μοναδικό πλούτο σε πανίδα και χλωρίδα), ακουστικές εικόνες – «τα δίκαννά τους από τη λίμνη αντιλαλούσανε πάντα στην πόλη». «Αυτοί πριν από το χάραμα από την πιο μακρινή άκρα της λίμνης, λάμνοντας αγάλια αγάλια» -συνιστά την τελευταία έκλαμψη του αρχέγονου μεγαλείου, το κύκνειο άσμα των καστρινών αρχόντων και ενέχει μια διάσταση τραγική, γιατί οι ήρωες της ιστορίας αγνοούν πως στο εξής το κυνήγι, σήμα της ευγένειάς τους, θα είναι πηγή του βιοπορισμού τους.
Εξάλλου χαρακτηριστικοί είναι οι διάλογοι του διηγήματος που εισάγονται σε καίρια σημεία και προωθούν την εξέλιξη της ιστορίας.
VI H λειτουργία του αφηγηματικού χρόνου
Ήδη έχουμε αναφερθεί στη ρεαλιστική οργάνωση της αφήγησης στην οποία συμβάλλει εξάλλου, η εναλλαγή στη χρήση των χρόνων των ρημάτων που φανερώνει επιβραδύνσεις, επιταχύνσεις ή ισοχρονίες στη σχέση ανάμεσα στο χρόνο που διαδραματίζονται τα γεγονότα της ιστορίας (χρόνος ιστορίας) και το χρόνο που καταλαμβάνουν στην αφήγηση (χρόνος αφήγησης). Έτσι η χρήση του ενεστώτα στην περιγραφή της λίμνης στην αρχή του διηγήματος αντανακλά τη διαχρονικότητα του φυσικού τοπίου, ενώ όταν χρησιμοποιείται στους διαλόγους αποδίδει με φυσικότητα τον τόνο της συνομιλίας.
Ο παρατατικός χρησιμοποιείται στα μέρη της αφήγησης που αποδίδουν τη διάρκεια του τρόπου ζωής των ταμπάκων και την επαναληπτικότητα των συνηθειών τους στο παρελθόν (βλ. την αφήγηση και την περιγραφή της ζωής των ταμπάκων σ` όλη την α΄ενότητα) καθώς και την προοδευτική παρακμή της κοινότητάς τους και τη σκηνή του εθιμοτυπικού κυνηγιού κάθε Κυριακή (στη γ΄ ενότητα). ΄Ετσι ο παρατατικός συνδέεται με την επιτάχυνση του χρόνου της αφήγησης σε σχέση με το χρόνο που διήρκεσαν τα γεγονότα.: η ζωή των ταμπάκων από το 1612 μέχρι τον 20ο αιώνα – την εποχή του Μεσοπολέμου - αποδίδεται στην α΄ενότητα περιληπτικά, συνοπτικά σε δυόμισι σελίδες, ενώ όλη η υπόλοιπη αφήγηση, που αφορά σε πολύ λιγότερο χρόνο πραγματικής ιστορίας, αποδίδεται πιο αναλυτικά.
Η παρουσίαση του βασικού πρωταγωνιστή της ιστορίας, του Σιούλα του ταμπάκου, γίνεται, αντίθετα, σε χρόνο αόριστο και με συνοπτικότατη αφήγηση – περίληψη 10 γραμμών στην αρχή της δεύτερης ενότητας. Η προτελευταία φράση αυτής της παραγράφου είναι ενδεικτική αυτής της επιτάχυνσης του χρόνου αφήγησης, αφού καλύπτει με πέντε ρήματα το σύνολο της ενήλικης ζωής του Σιούλα: μεγάλωσε, μπήκε στη δουλειά, παντρεύτηκε κι έφτιασε δική του φαμίλια κι έμεινε πάντα με την ψυχή του γεμάτη κλειστή περηφάνεια (..)
Επίσης αόριστος χρησιμοποιείται στην περιγραφή της σκηνής με τον ξενιτεμένο ταμπάκο που σκιαγραφεί παραστατικά το ήθος του Σιούλα – εδώ, βέβαια, ο διάλογος αποδίδεται σε ενεστώτα και η δραματοποίηση αυτή στηρίζεται στην ισοχρονία αφήγησης και ιστορίας αυξάνει την πειστικότητα και αληθοφάνεια της σκηνής, - το ρεαλιστικό της χαρακτήρα
Η συνοπτική αφήγηση της παρακμής των ταμπάκων στη γ΄ ενότητα εισάγεται με μια διαπίστωση διαχρονικού τύπου σε ενεστώτα για τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος. H σταδιακή, όμως, έκπτωση της ζωής των ταμπάκων αποδίδεται επίσης με παρατατικό χρόνο που δείχνει τη διάρκεια και συνέχεια αυτών των αλλαγών. Η ενότητα αυτή κλείνει πάντα σε παρατατικό με μια αντιπροσωπευτική της παρακμής επαναλαμβανόμενη σκηνή στο σπίτι του Σιούλα με τον ταμπάκο και τα παιδιά του να παίζουν και τη γυναίκα του να μετράει τα θηράματα από το κυριακάτικο κυνήγι με την αγωνία για το μέλλον.
Η ενότητα που ακολουθεί και είναι καθοριστική για τη μεταστροφή του Σιούλα στηρίζεται σε τρεις σύντομες διαλογικές σκηνές, όπου και πάλι ο χρόνος της αφήγησης επιβραδύνεται για να εξισωθεί με το χρόνο της ιστορίας : ο διάλογος με τη γυναίκα του που οδηγεί τον Σιούλα στη συνειδητοποίηση της ένδειας της οικογένειάς του, καθώς και οι διάλογοι με το γύφτο και το βαρελά που του αποκαλύπτουν την κοινή μοίρα και την αλληλεγγύη με την υπόλοιπη εργατική τάξη της πόλης, διαδραματίζονται σε χρόνο ενεστώτα, η αφήγηση, όμως, που τους πλαισιώνει σε χρόνο αόριστο, όπως και η τελική απόφαση του Σιούλα να πουλήσει, για πρώτη φορά, τα θηράματα από το κυνήγι μετατρέποντας την «αριστοκρατική» κυριακάτικη συνήθεια σε καθημερινή βιοποριστική εργασία.
Έτσι, ο αόριστος χρόνος του ρήματος που φανερώνει τελεσίδικες αποφάσεις και πράξεις χαρακτηρίζει καθοριστικές για την εξέλιξη και τη λύση του διηγήματος σκηνές, όπου ο χρόνος της αφήγησης επιβραδύνεται, για να ταυτιστεί με το χρόνο διάρκειας των γεγονότων στους διαλόγους αναδεικνύοντας τη σημασία τους. Ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται στους διαλόγους αυτών των σκηνών επιτείνει τη σημασία τους για το παρόν και το μέλλον των ταμπάκων – δημιουργώντας μια καινούργια διάρκεια που θα εκφραστεί με τον παρατατικό των δύο μεταφορικών εικόνων του τέλους: η πτώση των τειχών της ταμπάκικης Ιεριχούς μέσα στα ουρλιαχτά των μηχανών και το τρομαγμένο πέταγμα των αγριόχηνων στη λίμνη τονίζει τη συνέχεια των αλλαγών που έφερε αυτή η απόφαση του πρώτου ταμπάκου να πουλήσει το κυνήγι του.
Ο Δ. Χατζής με την εναλλαγή του χρόνου των ρημάτων από ενεστώτα σε παρατατικό, αόριστο και τούμπαλιν ποικίλλει το ρυθμό της αφήγησης του, αποδίδοντας με επιτυχία και τη διάρκεια και επαναληπτικότητα της ζωής των ταμπάκων μέχρι το Μεσοπόλεμο όσο και την αλλαγή και τη ρήξη με το παρελθόν που φέρνει η καινούργια οικονομική πραγματικότητα, υπηρετώντας έτσι με συνέπεια τη ρεαλιστική πεζογραφία.
VII Γλωσσικές παρατηρήσεις
Η γλώσσα του αφηγήματος είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, παραστατική και λιτή. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής χρησιμοποιεί τη γλώσσα που μιλούν οι ήρωές του. Είναι ο αρχέγονος, αψύς λόγος του σιναφιού. Σαν να ‘ναι ένας απ` αυτούς επιλέγει το λεξιλόγιο που αποδίδει το κοινωνιολογικό περιβάλλον, όπου διαδραματίζεται ο μύθος του έργου. Λέξεις και φράσεις, όπως «αργαστήρια». «τα τεζαρισμένα τομάρια», «ξινή δριμίλα του τομαριού», «αρχόντοι αστρινοί, , «ντατσκαναραίοι», «χαλκωματένοι μαστραπάδες», «αναντάμ παπαντάμ», συνιστούν «το ιδίωμα της πόλης το καθαρότερο», για το οποίο περηφανεύονται οι ταμπάκοι και το οποίο στο πλαίσιο της ρεαλιστικής αφήγησης οικειοποιείται λίαν επιτυχώς ο αφηγητής, καθώς και των άλλων επαγγελματικών τάξεων, όχι μόνο στους διαλόγους αλλά και στις αφηγηματικές περιγραφές.
Η ιδιωματική γλώσσα της ιστορίας αποδίδει επίσης τον χώρο, όπου διαδραματίζεται και οι τούρκικες λέξεις «μαχαλάς, χαγιάτι, νταραβέρι,μαστραπάς, κάλφας» και οι καθαρά τοπικές «Βοβουσιώτες», «Ντομπρινοβίτες, αγνάντια, κρασοπουλειά» απεικονίζουν τον ηθογραφικό χαρακτήρα του αφηγήματος, με τις συναφείς κοινωνιολογικές εκδοχές. Ο συγγραφέας επιλέγει αυτή την τεχνική για να εκφράσει την κατανόηση και συμπάθεια προς τους ήρωές του που προσδίδει μια οικείωση, μια ανθρώπινη προσέγγιση, η οποία εξασφαλίζει την αληθοφάνεια και αξιοπιστία της ιστορίας του.
Δ. Η συλλογή διηγημάτων
Το τέλος της μικρής μας πόλης Στην αρχική έκδοση του 1953 στη Ρουμανία περιέλαβε πέντε διηγήματα και επτά στην έκδοση του1963 στην Αθήνα. Τα διηγήματα αυτά αναφέρονται στη γενέθλια πόλη του Δ.Χατζή, τα Γιάννενα, που δεν κατονομάζονται και την οποία πόλη σκιαγραφεί με πολλή αγάπη και νοσταλγία (τα γράφει, όταν ήταν πολιτικός εξόριστος στη Ρουμανία) τις συνοικίες της, τα κτήριά της, την περιώνυμη λίμνη της, τους ανθρώπους που ηθογραφούνται ανάγλυφα με τα ατομικά τους χαρακτηριστικά.
Η συλλογή αυτή παρουσιάζει θεαματική ποιοτική εξέλιξη, εν σχέσει με τα έργα της πρώτης περιόδου. Χωρίς να απαρνείται τον ιδεολογικό του προσανατολισμό και τη ρεαλιστική του μέθοδο, έχει αποβάλει τις υπερβολές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, την πολιτική ρητορεία και το διδακτισμό. Είναι εμφανής η πρόοδος στη σκηνοθεσία, στην ευγλωττία των εικόνων, τη δημιουργική φαντασία στη σύλληψη των προσώπων και στην περιγραφή καταστάσεων. Η κοινωνιολογική οπτική και ο ιδεολογικός προσανατολισμός, όπως ήδη αναφέραμε, καθορίζουν και εδώ την οργάνωση του μύθου, την εξέλιξη, τις όποιες λύσεις.
Τα πρόσωπα, οι ήρωες των διηγημάτων χωρίζονται σε δύο σαφείς κατηγορίες: σ` αυτούς που εκφράζουν μια καλοσύνη, μια κατανόηση για τον άνθρωπο, όπως ο Σιούλας, ο Γιοσέφ Ελιγιά, η θεία Αγγελική, ο καθηγητής Ραλλίδης, η Μαργαρίτα Περδικάρη και σ` εκείνους που εμπνέονται απ την ιδιοτέλεια, όπως ο μεγαλέμπορος Γωγούσης, ο απόστρατος λοχαγός Λιαράτος, όλόκληρη η οικογένεια Περδικάρη, Η δεύτερη αυτή κατηγορία αντιπροσωπεύει τον κόσμο της διαφθοράς, της κοινωνικής αποσύνθεσης, της ηθικής έκπτωσης. Τα διηγήματα αυτά αναφέρονται χρονικά στην τελευταία δεκαπενταετία ως την Κατοχή και περιγράφουν την παρακμή παραδοσιακών κοινωνικών δομών, στο εσνάφι, τη συντεχνία των ταμπάκων (Ο Σιούλας ο ταμπάκος), στην εβραϊκή κοινότητα της πόλης (Σαμπεθάι Καμπιλής), στην παραδοσιακή αστική οικογένεια (Μαργαρίτα Περδικάρη) στη γειτονιά της επαρχιακής πόλης (Η θεία μας Αγγελική).
Στη Διαθήκη του καθηγητή μας δίνει έναν καθολικό πίνακα, μια τοιχογραφία των ηθών της παρακμής. Εδώ περιγράφει και καταγγέλλει σαρκάζοντας όλες τις αρχηγεσίες, δημοτικές, κρατικές, εκκλησιαστικές, οι οποίες αλληλοσπαράζονται και ενέχονται σε ποικίλα σκάνδαλα. Τα Γιάννενα είναι μια επαρχιακή πόλη που ο παραδοσιακός της τύπος αφανίζεται την εποχή αυτή και αντανακλά το γενικότερο πρόβλημα της ελληνικής επαρχίας που οφείλεται στις μεταστοιχειώσεις που ανακύπτουν από τις γενικότερες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις .Ανάμεσα στα διηγήματα της συλλογής αυτής ο Σιούλας ο ταμπάκος και κυρίως ο Σαμπεθάι Καμπιλής είναι από τα ωραιότερα διηγήματα της νεοελληνικής γραμματείας της μεταπολεμικής περιόδου.
Λεξιλόγιο
Ο Δημήτρης Χατζής ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά και, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, «κάποια διηγήματά του φέρουν τον Χατζή ως μια από τις πιο επίλεκτες μονάδες της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας». Το λογοτεχνικό του έργο χωρίζεται σε τρεις περιόδους:
α) Στην αγωνιστική (1940-50) όπου εντάσσονται΄
1. το μυθιστόρημα Η Φωτιά(1946), το πρώτο λογοτεχνικό έργο που αναφέρεται στην Αντίσταση. Το βιβλίο ανήκει στην «στρατευμένη λογοτεχνία» και ο συγγραφέας ακολουθεί τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, σύμφωνα με τον οποίο η αποστολή της τέχνης πρέπει να υπηρετεί σαφείς πολιτικούς στόχους, και
2. Τα αγωνιστικά κείμενα (1940-50) περιέχονται στη συλλογή Θητεία (1979) . Στα έργα αυτά προβάλλονται πολιτικές, δογματικές θέσεις και χαρακτηρίζονται από ιδεολογική ρητορεία και έντονο μανιχαϊσμό.
β) Στην κυρίως λογοτεχνική (1953-1963) όπου ανήκουν και τα πιο αξιόλογα έργα του. Ο συγγραφέας παρουσιάζει μια θεαματική εξέλιξη και τα έργα του προσδιορίζουν ένα νέο ιδεολογικό και αισθητικό στίγμα. Έργα αυτής της περιόδου είναι: Το τέλος της μικρής μας πόλης (διηγήματα,1953), Ανυπεράσπιστοι (διηγήματα, 1965) , Το διπλό βιβλίο (μυθιστόρημα , 1976)
γ) Στην περίοδο αναζητήσεων και προβληματισμού. ΄Εργο αυτής της περιόδου είναι η συλλογή διηγημάτων Σπουδές (1976), της οποίας ο τίτλος πιστοποιεί την ανίχνευση νέων καλλιτεχνικών τάσεων. Εδώ ο συγγραφέας επιχειρεί μια ουσιαστική αφαίρεση, μια σύνθεση της ιστορίας, της ποίησης και της τέχνης, π.χ. το διήγημα Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ. Ο ίδιος ο Χατζής θεωρεί αυτό το διήγημα «ως κιβωτό των απόψεών του για την τέχνη, τη λειτουργία της, τις υποχθόνιες και μυστικές δυνάμεις που οδηγούν στο τελειωμένο έργο τέχνης».
Β. Βασικά χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του Δ. Χατζή.
1. Ο Δημήτρης Χατζής παρουσιάζει στο έργο του τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές. Επιλέγει συστηματικά την ελληνική επαρχία από όπου αντλεί τους μύθους των ιστοριών του και τους ήρωές του, γι’ αυτό και ανήκει στους ανανεωτές της ηθογραφίας.
2. Το έργο του συνδέεται με τη μεγάλη παράδοση του νεοελληνικού ρεαλισμού με τον Γ. Βιζυηνό, τον Α. Παπαδιαμάντη, τον Κων. Θεοτόκη. Τα πεζογραφήματά του διαπνέονται από έναν έντονο κοινωνιολογικό προβληματισμό, που είναι ο κεντρικός άξονας των μύθων του. Παρατηρεί και ερμηνεύει την ελληνική κοινωνία υπό το πρίσμα της μαρξιστικής ιδεολογίας και οι ήρωές του είναι πλάσματα των κοινωνικών συνθηκών, οι οποίες καθορίζουν και διαμορφώνουν καταλυτικά το ήθος, τη νοοτροπία τους, τις αντιδράσεις τους. Στη νεότητά του ακολουθεί το σοσιαλιστικό ρεαλισμό από τον οποίο παρεκκλίνει, καθώς εξελίσσεται και ωριμάζει ως πνευματικός δημιουργός.
3. Οι μύθοι σχεδιάζονται ορθολογιστικά, σχεδόν επιστημονικά, προσανατολισμένοι στην κοινωνιολογική προοπτική.
4. Παράλληλα με τον ορθολογιστικό σχεδιασμό των μύθων και των ηρώων τα αφηγήματα διαπνέονται από μια λυρική διάθεση, ένα συναισθηματικό χρωματισμό, ένα βαθύτατο ανθρωπισμό.
Ο Δημήτρης Χατζής αναγνωρίζει αυτά τα χαρακτηριστικά του έργου του. «Όσο κοιτάζω τώρα τον εαυτό μου τόσο περισσότερο ξέρω μέσα απ’ αυτή την αντίφαση μιας ζεστής καρδιάς και ενός λογοκρατούμενου πνεύματος – πόσο εμένα μου ήταν δύσκολο το γράψιμο».
5. Κύριο μέλημα του Δημήτρη Χατζή, όπως και κάθε λογοτέχνη, ήταν τα θέματα ύφους, η γλωσσική μορφή των έργων του. Οι κριτικοί μιλούν για υποδειγματική χρήση της νεοελληνικής λογοτεχνικής γλώσσας.
Ο Α. Κοτζιάς παρατηρεί σχετικά: Η γλώσσα του Δημήτρη Χατζή «είναι γλώσσα δασκάλου. ΄Οσο πιο γρήγορα ενσωματωθούν τα κείμενά του στα υποδείγματα για τη γλωσσική διδασκαλία, τόσο το καλύτερο για μας. Είναι μια γλώσσα φυσική , απλή και άμεση, ιδιαίτερα ευλύγιστη και εύστοχη.Πουθενά, δεν υπάρχει η συναίσθηση ότι περισσεύει ή ότι λείπει μια λέξη».
Γ. Το διήγημα Ο Σιούλας ο ταμπάκος
Ι. Ο μύθος του διηγήματος
Ο συγγραφέας με αριστοτεχνικό τρόπο περιγράφει αρχικά το σκηνικό, το γενικό πλαίσιο, όπου διαβιούν οι ταμπάκοι, οι βυρσοδέψες. Στην ανατολική πλευρά του μεσαιωνικού κάστρου και στην άκρη της λίμνης βρίσκονται τα ταμπάκικα, τα βυρσοδεψεία, τα «αργαστήρια» και τα σπίτια της μικρής και κλειστής κοινωνίας των βυρσοδεψών. Οι ταμπάκοι σεμνύνονταν ότι ήταν από τους πιο παλιούς κατοίκους της πόλης, που οι πρόγονοί τους κατοικούσαν στο κάστρο απ` όπου τους έδιωξαν οι Τούρκοι το 1612 μετά την ολιγοήμερη επανάσταση του Διονυσίου Σκυλόσοφου, επισκόπου Τρίκκης.
Με τους άλλους επαγγελματίες της πόλης , τους ξυλάδες, τους βαρελάδες δεν είχαν δοσοληψίες, διότι τους θεωρούσαν κατσκαναραίους = χωριάτες. Με τους καϊκτσήδες (ιδιοκτήτες, κυβερνήτες καϊκιού) είχαν κάποια σχέση, γιατί τους ένωνε το πάθος του κυνηγιού. Ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στο πατροπαράδοτο επάγγελμά τους και ένιωθαν ασφάλεια ηθική, κοινωνική, πολιτική, επαγγελματική. Διατηρούσαν από γενιά σε γενιά, αναντάμ παπαντάμ την παράδοση του συναφιού, τα ήθη τα έθιμά τους, τις αξίες τους, χωρίς να αλλάζουν τίποτε. Μέσα σ’ αυτήν την περήφανη και κλειστή γειτονιά γεννήθηκε, μεγάλωσε και δημιούργησε τη δική του οικογένεια ο Σιούλας ο ταμπάκος.
Ο σταδιακός μετασχηματισμός και η εκβιομηχάνιση της χώρας, ιδιαίτερα της ελληνικής επαρχίας, επηρεάζει καταλυτικά τη συντεχνία των ταμπάκων, γιατί η κατεργασία των δερμάτων γινόταν πλέον με τις μηχανές ευκολότερα και φθηνότερα. ΄Ετσι οι ταμπάκοι παραμερίστηκαν, τα εργαστήρια δε δούλευαν πια κανονικά και η ζωή τους φτώχυνε, όμως από περηφάνεια δεν το παραδέχονταν και συμπεριφέρονταν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε. Στο σημείο αυτό του μύθου παρεμβάλλεται η σκηνή του κυνηγιού, έκφραση της πανάρχαιας συνήθειας των ταμπάκων «τ’αντρίκιο πάθος τους, τ` αρχοντικό του κυνηγιού», που επιβραδύνει την εξέλιξή του και δίνει την απατηλή εντύπωση ότι η ομορφιά και η ευτυχία του παρελθόντος υπάρχει ακόμη. Στην ουσία όμως είναι το preludio που μας εισάγει στο κύριο επεισόδιο του αφηγήματος.
Ο Σιούλας ο ταμπάκος, συνειδητοποιώντας την τραγικότητα της καταστάσεως, αποφασίζει να πουλήσει, αυτός ο άριστος κυνηγός, το δίκαννό του στο γύφτο. O γύφτος όμως, με μια χειρονομία ανθρωπιάς αρνείται ν`αγοράσει το όπλο, ξέροντας τι σήμαινε γι` αυτόν, μάλιστα του δανείζει ένα εκατοστάρικο. Κι ο Σιούλας απ` αυτή τη στιγμή αρχίζει να αλλάζει. Παραδέχεται ότι είναι καλός άνθρωπος ο γύφτος, το ίδιο νιώθει και με το βαρελά. Τέλος παίρνει την απόφαση ν` ασχοληθεί με το κυνήγι. «Πήγε, στάθηκε στο παζάρι και πούλησε το κυνήγι», που είναι πια το μέσο επιβίωσης.
Το διήγημα έχει ένα λυρικό και πρωτότυπο φινάλε, με το βιβλικό συμβολισμό των τειχών της Ιεριχούς, που εκφράζει κατά τρόπο δραματικό το λυκόφως του παλαιού κόσμου και την απόλυτη δεσποτεία της μηχανής. Όμως οι τελευταίες φράσεις του κειμένου «Κόντευε η άνοιξη και πάνω από τη λίμνη κοπάδια αγριόχηνες τραβούσανε πια για ψηλότερα. Σαν τρομαγμένα κι αυτά» συνιστούν έναν προφητικό οικολογικό υπαινιγμό.
II Δραματικός χώρος και χρόνος του αφηγήματος
Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Το τέλος της μικρής μας πόλης (1953). Όπως σ’ όλα τα διηγήματα της συλλογής, δεν αναφέρεται σαφώς ο χώρος της αφηγηματικής δράσης. Όμως γίνεται φανερό ότι πρόκειται για τα Ιωάννινα, τη γενέθλια πόλη του Δ. Χατζή. Ενδεικτικά σημεία: η αναφορά στο κάστρο, στη λίμνη, και στους κατοίκους της πόλης οι οποίοι προέρχονται από γειτονικές περιοχές: Μετσοβίτες, Βοβουσιώτες, Ντομπρινοβίτες. Ο αφηγητής μας περιγράφει το γενικό πλαίσιο δράσης, αλλά συγχρόνως αναφέρεται σε συγκεκριμένους χώρους : στον ευρύτερο χώρο, όπου διαβιούν και εργάζονται οι ταμπάκοι, στο σπίτι του Σιούλα, στη λίμνη,όπου διεξάγεται το πατροπαράδοτο κυνήγι, στο υποτυπώδες εργαστήριο του γύφτου,«σε μια τρύπα στα μπιζεστένια» στο οποίο πήγε να πουλήσει το δίκαννό του», στο δρόμο με τα βαρελάδικα, εκεί που συναντιέται μ’ ένα βαρελά, στο κρασοπουλειό των ξυλάδων και βαρελάδων, όπου για πρώτη φορά μπαίνει και πίνει μαζί τους.
Ο ιστορικός-δραματικός χρόνος κατά τον οποίο εξελίσσεται η ιστορία, αν και δεν προσδιορίζεται σκόπιμα από τον αφηγητή, είναι προφανές από ενδοκειμενικές ενδείξεις ότι είναι η εποχή του Μεσοπολέμου. Η αναφορά στους Μικρασιάτες πρόσφυγες και στους βενιζελικούς είναι όριο post quemμετά το οποίο διαδραματίζεται η ιστορία , και το ante quem πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε παρατηρείται η σταδιακή εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας με τον εκβιομηχανισμό της χώρας και τις αλλαγές στις μεθόδους παραγωγής. Αυτό είναι το ιστορικό-πολιτισμικό πλαίσιο της αφήγησης.
III Ενότητες του διηγήματος
Το διήγημα διακρίνεται σε δυο εκτενείς νοηματικές ενότητες:
Α «Γαλαζοπράσινη και βαθιά...αναντάμ παπαντάμ»
Η πρώτη ενότητα μας δίνει το γενικό πλαίσιο του μύθου. Περιγράφεται ο χώρος, το κάστρο με έμφαση, διότι συνδέεται με την ιστορία των ταμπάκων, απ` αυτό απορρέει η αίσθηση της αρχοντιάς τους και της ανωτερότητάς τους έναντι των άλλων κατοίκων της πόλης. Εδώ λοιπόν μας δίνεται η ιστορία της συντεχνίας, της συνοικίας τους «τ` αργαστήρια, λιθόκτιστα , δίπατα όλα, με θολωτές μεγάλες πόρτες, στη σειρά ακουμπισμένα στα τειχιά του κάστρου…. Τ` απάνω πάτωμα …ήταν το κατοικιό τους». Περιγράφεται η οργάνωση της οικονομίας τους, ερμηνεύεται η πολιτική και κοινωνική ιδεολογία τους, τα πατροπαράδοτα ήθη τους, η κοινωνική τους συμπεριφορά, και η σχέση τους με τις άλλες επαγγελματικές ομάδες. Εμφατικά εξαίρεται η οικονομική τους αυτάρκεια, και η απομόνωσή τους από τους άλλους από αίσθημα ταξικής ανωτερότητας.
Στην πρώτη ενότητα δεν υπάρχει αφήγηση, πρόσωπα, γεγονότα, στοιχεία οργανικά του διηγήματος. Είναι ένα συνοπτικό άρθρο-μια επιφυλλίδα- που περιγράφει τη συντεχνία των ταμπάκων που έλκει την καταγωγή τους από τους βυζαντινούς χρόνους, και διατηρεί αναλλοίωτο τον παραδοσιακό χαρακτήρα της. Πιθανόν τις πληροφορίες αντλεί από σχετικές ιστορικές πηγές. Στο κείμενο υπάρχει σχετική αναφορά. Η συνάρτηση του πρώτου μέρους με το δεύτερο είναι οργανική. Η πρώτη ενότητα θέτει τα ουσιώδη μοτίβα της δεύτερης ενότητας.
Β. «Ταμπάκος αναντάμ παπαντάμ...σαν τρομαγμένα κι αυτά»
Με τη φράση αναντάμ παπαντάμ περνάμε στη δεύτερη ενότητα, όπου εμφανίζεται στο προσκήνιο ο κύριος ήρωάς του, ο Σιούλας, τυπικός εκπρόσωπος του σιναφιού, απόλυτα ταυτισμένος με τη νοοτροπία των ταμπάκων. Η δεύτερη ενότητα χωρίζεται σε τρεις επί μέρους ενότητες:
1. « Ταμπάκος αναντάμ παπαντάμ...δεν είναι αστεία μ’αυτούς» Στην πρώτη αυτή υποενότητα παρουσιάζεται και ηθογραφείται με έμφαση ο Σιούλας, ιδιαίτερα ο συντηρητισμός του και η απέχθειά του προς κάθε νεωτερισμό εμφαίνεται από το χαρακτηριστικό επεισόδιο με τον ξενιτεμένο ταμπάκο.
2. « Περνάν ωστόσο τα χρόνια...Για τον κόσμο όλον...» Η δεύτερη ενότητα σηματοδοτεί τη βίαιη εισβολή της βιομηχανικής παραγωγής. H άτρωτη συντεχνία των ταμπάκων υφίσταται τη φθορά του χρόνου και των αλλαγών, που διέπουν την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη. Επισημαίνονται οι δυσμενείς συνέπειες από την οικονομική κατάρρευση στην οικογένεια του Σιούλα και των άλλων ταμπάκων.
3. «Κι ήρθε τότε...κι αυτά» Στην τρίτη ενότητα έχουμε την περιπέτεια, τη μεταβολή της τύχης, και της νοοτροπίας του Σιούλα και προβάλλεται η λύση στο αδιέξοδο με το συμβιβασμό του ήρωα, το γκρέμισμα της παραδοσιακής δομής της κοινωνίας και την επέλαση της νέας τάξης πραγμάτων με το βιβλικό πλάνο του τέλους.
IV Ο πληθυσμός του αφηγήματος
Στο διήγημα ο συγγραφέας ανατέμνει κοινωνιολογικά και ηθογραφεί με τη δοκιμασμένη ρεαλιστική του μέθοδο τους κατοίκους της μικρής πόλης, τις διάφορες επαγγελματικές ομάδες, τους ξυλάδες, τους βαρελάδες, τους καϊκτσήδες συνοπτικά, αναφέρει τις επαγγελματικές ενασχολήσεις τους, τον καθημερινό μόχτο τους για τον επιούσιο.
Α. Οι ταμπάκοι
Επιμένει όμως στην ηθογραφία των ταμπάκων στην α΄ ενότητα του αφηγήματος. Οι ταμπάκοι αισθάνονται ανώτεροι έναντι των άλλων κατοίκων της πόλης, πιστεύοντας ότι είναι αρχόντοι καστρινοί που οι πρόγονοί τους ζούσαν μέχρι το 1612 μέσα στο μεσαιωνικό κάστρο και μετά όταν τους έδιωξαν οι Τούρκοι στα τειχιά του κάστρου, δίπλα στη λίμνη. Σχεδόν δεν αντελήφθησαν την άφιξή των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Δε συναναστρέφονται με τους άλλους, πέραν από τις καθημερινές συναλλαγές, τους θεωρούν χωριάτες, σεμνύνονται πως το γλωσσικό ιδίωμα που μιλούν είναι η αυθεντική διάλεκτος της πόλης.
Είναι μια κλειστή κοινωνική και επαγγελματική ομάδα, με διαφοροποιημένη κοινωνική συνείδηση και που τα μέλη της συνδέονται συγγενικά μεταξύ τους, εφαρμόζοντας ενδογαμία. Εξάλλου πηγαίνουν σε δικές τους ταβέρνες και κουβεντιάζουν για«παλιές ιστορίες, κυνήγια, τέτοια πράματα» ΄Εχουν στατική πολιτική ιδεολογία, ψηφίζουν το βενιζελικό κόμμα, ίσως από μεγαλοϊδεατισμό και προσήλωση στην πολιτική παράδοση της κάστας.
Η βιοτεχνία τους ακολουθεί τους παραδοσιακούς, πρωτόγονους τρόπους παραγωγής, προμηθεύονται τις πρώτες ύλες επί τόπου, πωλούν τα προϊόντα τους στους εμπόρους της πόλης και παράγουν οι ίδιοι πολλές από τις ύλες για τη δουλειά τους, την ψαρόκολλα, βαφές. Δεν πληροφορούνται τις ραγδαίες εξελίξεις στο επάγγελμά τους κι αυτό θα έχει καταλυτικές συνέπειες για το μέλλον της συντεχνίας τους. Υπέρτατη έκφραση της αρχοντιάς τους είναι το κυνήγι της λίμνης που τις Κυριακές και τις γιορτές προσλαμβάνει τελετουργικό χαρακτήρα, όπου «τόχανε σαν προνόμιο ν αρχίζουν αυτοί από το χάραμα από την πιο μακρινή άκρα της λίμνης». Το κυνήγι είναι γι αυτούς ένα ευγενές άθλημα σαν τα κυνήγια του Μεσαίωνα. ΄Όταν επέρχεται ραγδαία η οικονομική καταστροφή, γιατί δεν θέλησαν να προσαρμοστούν στις εξελίξεις της κοινωνίας, σιωπούν, κρατώντας ερμητικά κλειστή την ψυχή τους, την πληγωμένη τους αξιοπρέπεια, γιατί ντρέπονται να μιλήσουν για τη δυστυχία που τους βρήκε.
Β. Οι γυναίκες των ταμπάκων
Δίπλα τους ψυχογραφούνται και οι γυναίκες των ταμπάκων που δε μιλούν με τους άλλους, όμως κουβεντιάζουν και κλαίνε μαζί «έφυγε ( η γυναίκα του Σιούλα) και πήγε στην αδελφή της να κλάψουν μαζί». Ανοίγουν δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσά τους (κι αυτό το οφείλουν στο γυναικείο τους φύλο) και αλληλοβοηθούνται, για να αμυνθούν στην τραγωδία που τους έλαχε, σιωπούν όμως, και δεν αναφέρουν τίποτε στους άνδρες τους για το πόσο δύσκολα εξασφαλίζουν, όταν μπορούν, τον επιούσιο.
«Και το ξέρουν όλοι πως οι γυναίκες τους διακονεύονται η μια την άλλη, μοιράζονται αυτές το φαρμάκι και το πίνουν μοναχές τους, δίχως να τους λένε τίποτε μήτε παραέξω να λένε, αν τύχει κι έχουν δικούς τους».
Γ. Ο Σιούλας
Όμως κυρίαρχη μορφή, δοσμένη με πλαστική δύναμη και ρεαλισμό είναι ο Σιούλας ο ταμπάκος, αυθεντικός εκφραστής της επαγγελματικής τάξης του. Ο ήρωάς του Δημήτρη Χατζή είναι σαφώς δημιούργημα των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών της εποχής, επομένως αποτυπώνει εναργώς τα γνωρίσματα και τις αντιφάσεις του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Αναφέρει συναφώς ο Παγανός: «Ο πεζογράφος χρησιμοποιεί μια ατομική περίπτωση, για να διαγράψει καθαρότερα τα χαρακτηριστικά της ομάδας που μελετά. Ολόκληρο άλλωστε το διήγημα χτίζεται με τη διαπλοκή του γενικού και του ειδικού, των κοινών συνθηκών ζωής των ταμπάκων και των ιδιωτικών προβλημάτων του Σιούλα. Η ατομική περίπτωση χρησιμεύει για να φωτίσει καλύτερα το γενικό πρόβλημα».
Ο Σιούλας ο ταμπάκος στην αρχή παρουσιάζεται παλλαϊκός και πιστός στις παραδόσεις, ανυποψίαστος για τις αλλαγές και τους μετασχηματισμούς της κοινωνίας «με την ψυχή γεμάτη περηφάνεια, ατράνταχτη αυτάρκεια και αδυσώπητη καταφρόνια για το καινούργιο». Ο συντηρητισμός του και η απέχθειά του προς κάθε νεωτερισμό εμφαίνεται από το γραφικό επεισόδιο με τον ξενιτεμένο ταμπάκο. Ο Σιούλας στρέφει τα νώτα του προς τους Φράγκους, τους οποίους θαυμάζει ανεπιφύλακτα ο παλιννοστήσας ταμπάκος, στην ουσία όμως στρέφει τα οπίσθια του στην εξέλιξη και τον πολιτισμό.
Η αντίδρασή του και τα γέλια των άλλων ταμπάκων μοιάζουν να θέλουν να ξορκίσουν το κακό, είναι μια προσπάθεια αυτοάμυνας έναντι των νέων δεδομένων. Γι` αυτό η βίαιη προσαρμογή του στη νέα εποχή λαμβάνει δραματική ένταση. Καθώς συνειδητοποιεί όλη τη δυστυχία, την οικονομική του κατάσταση, τα πεινασμένα παιδιά του, τον πόνο της γυναίκας του, μια ευαίσθητη χορδή πάλλεται στην ψυχή του και αλλάζει. Το αίσθημα ευθύνης προς την οικογένεια και τη γυναίκα του «που είκοσι χρόνια μαζί της, πρώτη φορά στοχαζότανε τώρα γι` αυτήν» τον ωθούν ν`αρνηθεί το παλιό και ν` αποδεχθεί το νέο, όχι βέβαια από ιδεολογικό προβληματισμό ή ανάλυση των καταστάσεων αλλά ύστερα από έντονη συναισθηματική φόρτιση.
Καταλυτικό ρόλο στη μεταστροφή του Σιούλα θα παίξει η γυναίκα του, η οποία περισσότερο απ` εκείνον αισθάνεται το μέγεθος της καταστροφής, γιατί βιώνει στο πετσί της την ανέχεια και τη φτώχεια, συνέπειες της οικονομικής κατάρρευσης και κυρίως ο γύφτος. ΄Ενας περιθωριακός τύπος, ένας παρίας της ελληνικής κοινωνίας με την ανθρώπινη χειρονομία του, όχι μόνο δεν θα δεχτεί να αγοράσει το δίκαννό του αλλά θα του προσφέρει και οικονομική βοήθεια. ΄Ετσι ο Σιούλας μεταμελείται, σκύβει μέσα του σε μια «πρώτη γνωριμία του εαυτού του» ανακαλύπτει τους άλλους, την ανθρώπινη καλοσύνη και τη συναδέλφωση της εργατικής τάξης, υπερβαίνοντας τις αγκυλώσεις και τις προκαταλήψεις της κλειστής συντεχνίας.
«Πιο πολύ γι` αυτή τη γνωριμιά των ανθρώπων – πρώτη φορά στη ζωή του, τη γνωριμιά των φουκαράδων, που `πε κι` ο γύφτος, πρώτη γνωριμιά του εαυτού του – δεν είσαι άδικος εσύ Σιούλα…Καθώς περνούσε τους δρόμους κατεβαίνοντας για τα ταμπάκια, κατιτίς καινούριο, ζωντανό και ζεστό, σαν ένα φως έπαιζε μέσα του. Σχεδόν χαρούμενο μέσα στην κατάμαυρη δυστυχία. Κάτι που δε μαραίνεται». Όπως ήδη αναφέραμε για την αλλαγή του Σιούλα και τις οδυνηρές αποφάσεις του αποφασιστική υπήρξε η στάση τριών βασικών προσώπων, της γυναίκας του, του γύφτου και του βαρελά.
Ο Τζιόβας φρονεί πως δεν είναι πειστική η μεταστροφή του ήρωα, σύμφωνα με τα μέτρα του ρεαλισμού. «Στον Σιούλα τον ταμπάκο» προκαλεί αμφιβολίες η εγκατάλειψη της ταξικής υπεροψίας και της συντεχνιακής απομόνωσης από τον ομώνυμο ήρωα, καθώς και η όψιμη ανακάλυψη των ανθρώπων. Πιο πολύ γι` αυτή τη γνωριμιά των ανθρώπων –πρώτη φορά στη ζωή του, την γνωριμιά των φουκαράδων, που`πε κι ο γύφτος, πρώτη γνωριμιά του εαυτού του». Ο Παγανός και ο Μηλιώνης διαφωνούν.
Γράφει ο Παγανός: «Η μαστοριά του τεχνίτη (…) φαίνεται στον τρόπο που προετοιμάζει τη μεταστροφή του ήρωά του: μελετημένα, μεθοδικά και αιτιολογημένα από ψυχολογική άποψη. Οι αντιδράσεις του Σιούλα είναι φυσικές: κατά το εικός και το αναγκαίον. Η οικογενειακή του κατάσταση, τα πεινασμένα του παιδιά και η αδικημένη γυναίκα ενεργούν μέσα του καταλυτικά, για να γκρεμιστούν τα τείχη της Ιεριχώς, η περηφάνια δηλαδή του σιναφιού που είναι και το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα του Σιούλα. (…) Από τη δοκιμασία βγαίνει νικητής και βρίσκει διέξοδο κατανικώντας τις αρνητικές αρετές της συντεχνίας του, γκρεμίζοντας μέσα του ένα στείρο και άγονο κόσμο. Ο ρεαλισμός του Χατζή είναι κριτικός. Το μήνυμά του περνάει άνετα μέσα από την εξέλιξη του μύθου, χωρίς να προδίδει την αισθητική αξία του διηγήματος».
Ενώ ο Μηλιώνης αναφέρει: «Προβλήθηκε η αντίρρηση πως το «Σιούλα τον ταμπάκο» προκαλεί αμφιβολίες η εγκατάλειψη της ταξικής υπεροψίας και της συντεχνιακής απομόνωσης από τον ομώνυμο ήρωα, καθώς και η όψιμη ανακάλυψη των ανθρώπων». Ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς ή όχι, θα είχε να αντιπαρατηρήσει τα εξής:
α) Ότι δεν πρόκειται εδώ για ταξική υπεροψία, αλλά για κληρονομημένη στάση μιας κλειστής κοινωνικής ομάδας με παραδοσιακό χαρακτήρα, που διαφέρει από την κοινωνική τάξη. Η δεύτερη βασίζεται στον οικονομικό ανταγωνισμό ή την εκμετάλλευση. Όταν η ομάδα αυτή, δηλ. η συντεχνία, καταστρέφεται, καταστρέφονται και τα σχήματα συμπεριφοράς και αντιλήψεων που έχει εποικοδομήσει.
β) Η στροφή του Σιούλα προς τους συνανθρώπους δεν γίνεται από ξαφνική και αναίτια έκλαμψη, αλλά βαθμιαία και κάτω από την πίεση της ανάγκης. Τα ίδια τα πράγματα τον φέρνουν προς τα εκεί που πάει».
Δ. Η γυναίκα του Σιούλα
Η Σιούλαινα, που δεν έχει όνομα δικό της, δεν έχει αυθύπαρκτη οντότητα, είναι μια τυπική μορφή μιας κλειστής κοινωνίας, με αυστηρή πατριαρχική δομή. Σιωπηλή, ενδοστρεφής, υποταγμένη δεν τολμά να εκφράσει τις σκέψεις της, τις ανησυχίες στον άνδρα της. Σκέπτεται π.χ. να πουλήσουν τα παπιά που περίσσευαν όμως «ήταν μια σκέψη που μήτε με τα μάτια δεν είχε κουράγιο να τη φανερώσει σ`αυτόν». Εν τούτοις, ο συγγραφέας παρουσιάζει την ηρωίδα του να αρθρώνει σε ευθύ λόγο δύο φράσεις, προβαίνει για λίγο από τη σκιά στο προσκήνιο, όταν ο άνδρας της την επιπλήττει, γιατί δε φρόντισε να ετοιμάσει φαγητό για την οικογένεια. ΄Επειτα βυθίζεται πάλι στη σιωπή και στη βαθύτατη οδύνη της. «Σηκώθηκε κι έφυγε γρήγορα για να κρύψει τα δάκρυα που την έπνιγαν».
Αυτή η σιωπηλή, αλλά τόσο εύγλωττη εγκαρτέρηση της Σιούλαινας έγινε αφορμή να συναισθανθεί «την αδικία του» απέναντί της και να αλλάξει ο Σιούλας. Η Σιούλαινα είναι ο τύπος της απλής γυναίκας του λαού που με πρακτικό πνεύμα και την έμφυτη σοφία της χρησιμοποιεί όλα τα μέσα και τα τεχνάσματα («έδωσε κάτι κρυφά στον Εβραίο τον παλιατζή») για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την οικογένειά της και υποφέρει, όταν δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον παραδοσιακό ρόλο της μάνας. Θυμίζει άλλες γυναικείες μορφές στο έργο του Χατζή, π.χ. τη θεία Αγγελική, στο ομώνυμο διήγημα., αλλά και άλλων συγγραφέων, του Παπαδιαμάντη, π.χ. τη γριά Λούκαινα, την θεία Αχτίτσα, και «τις μεγάλες γυναίκες του ρωμέικου πόνου»,όπως λέει ο Χατζής στο Διπλό βιβλίο.
Ε. Ο γύφτος
Στο βασικό επεισόδιο του διηγήματος δεσπόζει η περιθωριακή μορφή του γύφτου. Κατά τον Σαχίνη «Θαυμάσια επίσης, γεμάτη συγκρατημένη συγκίνηση και ανθρωπιά είναι η σκηνή όπου ο Σιούλας πάει σ` ένα φτωχό γύφτο για να πουλήσει το κυνηγετικό του ντουφέκι κι ο γύφτος δεν το παίρνει, αλλά του δανείζει ένα κατοστάρικο». Ο γύφτος είναι ένας άνθρωπος του μόχθου «ψευτοντουφεξής σε μια τρύπα στα μπιζεστένια» που διόρθωνε τα ντουφέκια των φτωχών. Ζώντας μέσα στην αγορά, έξω από το κλειστό περιβάλλον των ταμπάκων ξέρει τα προβλήματά τους, οσμίζεται τις αλλαγές και τις ανακατατάξεις της κοινωνίας.
΄Ομως παράλληλα διαθέτει ψυχική ευγένεια και καλοσύνη και μπορεί να κατανοήσει το δράμα του Σιούλα.Τον προσφωνεί «αδελφέ μου» , του προσφέρει τσιγάρο και αρνείται ν` αγοράσει το όπλο του, παρόλο που τον προσβάλλει με τα λόγια του ο Σιούλας. Εδώ σ` αυτή τη σκηνή ο αφηγητής μας δίνει και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά: «το καπνισμένο μούτρο του», το βαθύ μελαχροινό χρώμα της γύφτικης φυλής, και προπάντων «τα μπιρμπίλικα μάτια του που παίζανε» έκφραση του ήθους του προσώπου, που ατένιζαν τον Σιούλα με ειλικρίνεια. Ο γύφτος ίσως είναι το προσωπείο του συγγραφέα που με κατανόηση και συμπόνια για τη μοίρα των ανθρώπων θα γίνει ο καταλύτης για την εσωτερική μεταμέλεια και αυτοσυνειδησία του κύριου ήρωα.
Διότι αίφνης ο Σιούλας ανακαλύπτει τους συνανθρώπους του, απεκδύεται την υπεροψία και την ακαταδεξία της τάξης του, αντιμετωπίζει τη συμφορά με ρεαλισμό και εντάσσεται πλέον στην οργανική ενότητα της ζωής. Παρόμοια ηθογραφείται και ο βαρελάς που εκφράζει τη συμπαράστασή του στον Σιούλα. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τους δύο αυτούς ήρωες να έχουν ανεπτυγμένη εργατική συνείδηση και έντονο το συναίσθημα της συναδελφικής αλληλεγγύης.
V. Αφηγηματικές τεχνικές και άλλα εκφραστικά μέσα
Στο διήγημα αυτό, όπως και στα άλλα της συλλογής, ο συγγραφέας επιδιώκει , αυτός είναι ο ιδεολογικός του στόχος, να διαγράψει πρόσωπα παράλληλα με τους κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς, να μας περιγράψει τη διαδικασία μιας μετάβασης από μια κατάσταση σε άλλη, τη σταδιακή εξέλιξη των προσώπων και την αλλαγή του τρόπου του σκέπτεσθαι. Στο διήγημα παρατηρούμε μια εναλλαγή της εστίασης. Δηλαδή, πότε η συντεχνία, το εσνάφι και πότε ο Σιούλας αποτελούν τον πυρήνα του μύθου.
Ο αφηγητής συναρτά και διαπλέκει τη ζωή της συντεχνίας με την τύχη του ήρωα. Αυτή είναι η δομή του έργου, από την περιγραφή του γενικού, των κοινωνικών δεδομένων, πάμε στο ειδικό και πάλι επιστρέφουμε στο γενικό. Η πρώτη ενότητα αναφέρεται στη συντεχνία και στο Σιούλα, ακολουθεί η επόμενη ενότητα που περιγράφει την οικονομική κατάρρευση του σιναφιού, επανέρχεται εν συνεχεία στην ατομική περίπτωση του Σιούλα και τελειώνει με το Σιούλα, που πήγε στο παζάρι και τον ακολούθησαν και οι άλλοι ταμπάκοι. Μέσα από την ατομική μεταστροφή υπολανθάνει και διαφαίνεται η κοινωνική, η επαγγελματική μετεξέλιξη των ταμπάκων.
Γι` αυτό ο συγγραφέας επέλεξε την πανοραμική προοπτική, την τεχνική του τριτοπρόσωπου παντογνώστη αφηγητή που είναι αποστασιοποιημένος και αμέτοχος στα δρώμενα του μύθου. Η πανοραμική προοπτική είναι και πανχρονική, μπορεί να καλύψει όλες τις χρονικές περιόδους: παρελθόν, παρόν, μέλλον, ενώ συνάμα ο αφηγητής έχει την άνεση να αναφερθεί και σε άλλες περιπτώσεις π.χ. στους ταμπάκους άλλων πόλεων, να ενσωματώσει στοιχεία τραγικής ειρωνείας, και να ολοκληρώσει την ιστορία του με την εντυπωσιακή βιβλική αλληγορία, που προοιωνίζεται το τέλος μιας εποχής και το προανάκρουσμα μιας άλλης. Ο Χατζής όμως «ενώ βλέπει την ανθρώπινη περιπέτεια με τρόπο σχολαστικό, σχεδόν επιστημονικό και τη συναρτά με τις οικονομικές σχέσεις (τις σχέσεις παραγωγής) που τον προσδιορίζουν, εν τούτοις κατορθώνει να μεταδώσει στη γραφή του μια θέρμη, την κάνει να σφύζει στο ρυθμό της καρδιάς του».
Αυτό το επιτυγχάνει ο συγγραφέας με τη σύνθεση σκηνών, που είναι ρεαλιστικές, αλλά παράλληλα εκφράζουν πηγαίο συναίσθημα και ανθρώπινη ευαισθησία. Π.χ. το στιγμιότυπο που παίζει με τα παιδιά του ο Σιούλας «μια ευτυχισμένη στιγμή μέσα στην καταχνιά που κατέβαινε στα ταμπάκια», ενώ δίπλα στο πάτωμα, γονατισμένη η Σιούλαινα, γεμάτη αγωνία, μετρά και ξαναμετράει τα παπιά και σκέπτεται να πουλήσει όσα περισσεύουν. Επίσης η συζήτηση με τη γυναίκα του, ο διάλογος με το γύφτο, η συνάντηση με τους βαρελάδες του Σιούλα αποπνέουν μια ανθρωπιά, μια βαθύτατη συγκίνηση παρά «την κατάμαυρη δυστυχία», την οικονομική δυσπραγία, την άτεγκτη ωμότητα της ζωής.
Με εμπράγματο, ένυλο λόγο αποδίδει ρεαλιστικά, κάποτε με νατουραλιστικές αποχρώσεις π.χ. τις πρωτόγονες συνθήκες εργασίας των ταμπάκων. «Μέσα σ` αυτά τα χαγιάτια, κάνε ξιπόλητοι, κάνε με κάτι μεγάλα ποδήματα και ξεβράκωτοι – δηλαδή μονάχα με το βρακί τους – δουλεύαν οι ταμπάκοι τα δέρματα», ενώ παράλληλα έχουμε την ποιητική περιγραφή της λίμνης. Κάποτε ο αφηγητής περεμβαίνει και σχολιάζει έμμεσα. Λέει π.χ. για τον Σιούλα «Δίχως να το νιώσει ο Σιούλας τα μαλλιά του πήραν κι άσπρισαν…». Εξάλλου ο συγγραφέας ψυχογραφεί τους ήρωές του με συμπάθεια, δεν τους καταγγέλλει ως δημόσιος κατήγορος, δεν τους καταδικάζει, επενδύει συναισθηματικά στο εσωτερικό δράμα των ηρώων και προσπαθεί να ερμηνεύσει και να φωτίσει τις καταστάσεις, κατανοώντας τους ανθρώπους που υφίστανται τις συνέπειες των κοινωνικών ανακατατάξεων.
Σε κάποια σημεία ένας υποτυπώδης εσωτερικός μονόλογος προσδίδει ψυχολογικό βάθος στην αφήγηση, αποκαλύπτοντας τις ενδόμυχες σκέψεις των ηρώων του, τα βαθύτερα δρώμενα της ανθρώπινης υπάρξεως. (Εσωτερικός μονόλογος: Η τεχνική αυτή επιδιώκει να περιγράψει τη συνεχή ροή των σκέψεων, αναμνήσεων, συνειρμών και συναισθημάτων που διαπερνούν την ψυχή και τη διάνοια του ήρωα, την ώρα που γεννιούνται. Ο συγγραφέας προσπαθεί να μας εισαγάγει στην εσωτερική ζωή του ήρωα). Σε τρεις περιπτώσεις ανιχνεύουμε εσωτερικό μονόλογο ή την τεχνική της εσωτερικής εστίασης, σύμφωνα με τη σύγχρονη ορολογία της αφηγηματολογίας:
α. Όταν η Σιούλαινα σκέπτεται γονατισμένη μετρώντας ξανά και ξανά τα παπιά.
β. Όταν ο Σιούλας μένει μόνος στο σπίτι του και αναλογίζεται την αδικία απέναντι στη γυναίκα του μετά την κουβέντα μαζί της.
γ. Τέλος στην κορύφωση της πλοκής, όταν μετά τη συνάντηση με το γύφτο ο αφηγητής αποτυπώνει την ψυχική μεταμόρφωση του Σιούλα, τους διαλογισμούς και τα συναισθήματά του.
Ουσιώδες στοιχείο τεχνικής αποτελούν οι έξοχες περιγραφές, ιδιαίτερα στην πρώτη ενότητα, όπου σκιαγραφείται το γενικό πλάνο της συνοικίας των ταμπάκων. Συνδυάζοντας με απαράμιλλο τρόπο το σκληρό ρεαλισμό και τον πηγαίο λυρισμό σκηνοθετεί συναρπαστικές εικόνες που οριοθετούν το χώρο. Εντυπωσιακή είναι, επίσης, η αναπαράσταση του πανάρχαιου αθλήματος του κυνηγιού.
Η σκηνή του κυνηγιού με την εξαίσια σύστασή της, την πλούσια εικονογραφία της – οπτικές παραστάσεις, οι αλλεπάλληλες εικόνες με τα πουλιά – πρωτάκουστα ονόματα πουλιών, ο θαυμαστός κόσμος τους (η περίφημη λίμνη των Ιωαννίνων σαν ένας σπάνιος βιότοπος διαθέτει μοναδικό πλούτο σε πανίδα και χλωρίδα), ακουστικές εικόνες – «τα δίκαννά τους από τη λίμνη αντιλαλούσανε πάντα στην πόλη». «Αυτοί πριν από το χάραμα από την πιο μακρινή άκρα της λίμνης, λάμνοντας αγάλια αγάλια» -συνιστά την τελευταία έκλαμψη του αρχέγονου μεγαλείου, το κύκνειο άσμα των καστρινών αρχόντων και ενέχει μια διάσταση τραγική, γιατί οι ήρωες της ιστορίας αγνοούν πως στο εξής το κυνήγι, σήμα της ευγένειάς τους, θα είναι πηγή του βιοπορισμού τους.
Εξάλλου χαρακτηριστικοί είναι οι διάλογοι του διηγήματος που εισάγονται σε καίρια σημεία και προωθούν την εξέλιξη της ιστορίας.
VI H λειτουργία του αφηγηματικού χρόνου
Ήδη έχουμε αναφερθεί στη ρεαλιστική οργάνωση της αφήγησης στην οποία συμβάλλει εξάλλου, η εναλλαγή στη χρήση των χρόνων των ρημάτων που φανερώνει επιβραδύνσεις, επιταχύνσεις ή ισοχρονίες στη σχέση ανάμεσα στο χρόνο που διαδραματίζονται τα γεγονότα της ιστορίας (χρόνος ιστορίας) και το χρόνο που καταλαμβάνουν στην αφήγηση (χρόνος αφήγησης). Έτσι η χρήση του ενεστώτα στην περιγραφή της λίμνης στην αρχή του διηγήματος αντανακλά τη διαχρονικότητα του φυσικού τοπίου, ενώ όταν χρησιμοποιείται στους διαλόγους αποδίδει με φυσικότητα τον τόνο της συνομιλίας.
Ο παρατατικός χρησιμοποιείται στα μέρη της αφήγησης που αποδίδουν τη διάρκεια του τρόπου ζωής των ταμπάκων και την επαναληπτικότητα των συνηθειών τους στο παρελθόν (βλ. την αφήγηση και την περιγραφή της ζωής των ταμπάκων σ` όλη την α΄ενότητα) καθώς και την προοδευτική παρακμή της κοινότητάς τους και τη σκηνή του εθιμοτυπικού κυνηγιού κάθε Κυριακή (στη γ΄ ενότητα). ΄Ετσι ο παρατατικός συνδέεται με την επιτάχυνση του χρόνου της αφήγησης σε σχέση με το χρόνο που διήρκεσαν τα γεγονότα.: η ζωή των ταμπάκων από το 1612 μέχρι τον 20ο αιώνα – την εποχή του Μεσοπολέμου - αποδίδεται στην α΄ενότητα περιληπτικά, συνοπτικά σε δυόμισι σελίδες, ενώ όλη η υπόλοιπη αφήγηση, που αφορά σε πολύ λιγότερο χρόνο πραγματικής ιστορίας, αποδίδεται πιο αναλυτικά.
Η παρουσίαση του βασικού πρωταγωνιστή της ιστορίας, του Σιούλα του ταμπάκου, γίνεται, αντίθετα, σε χρόνο αόριστο και με συνοπτικότατη αφήγηση – περίληψη 10 γραμμών στην αρχή της δεύτερης ενότητας. Η προτελευταία φράση αυτής της παραγράφου είναι ενδεικτική αυτής της επιτάχυνσης του χρόνου αφήγησης, αφού καλύπτει με πέντε ρήματα το σύνολο της ενήλικης ζωής του Σιούλα: μεγάλωσε, μπήκε στη δουλειά, παντρεύτηκε κι έφτιασε δική του φαμίλια κι έμεινε πάντα με την ψυχή του γεμάτη κλειστή περηφάνεια (..)
Επίσης αόριστος χρησιμοποιείται στην περιγραφή της σκηνής με τον ξενιτεμένο ταμπάκο που σκιαγραφεί παραστατικά το ήθος του Σιούλα – εδώ, βέβαια, ο διάλογος αποδίδεται σε ενεστώτα και η δραματοποίηση αυτή στηρίζεται στην ισοχρονία αφήγησης και ιστορίας αυξάνει την πειστικότητα και αληθοφάνεια της σκηνής, - το ρεαλιστικό της χαρακτήρα
Η συνοπτική αφήγηση της παρακμής των ταμπάκων στη γ΄ ενότητα εισάγεται με μια διαπίστωση διαχρονικού τύπου σε ενεστώτα για τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος. H σταδιακή, όμως, έκπτωση της ζωής των ταμπάκων αποδίδεται επίσης με παρατατικό χρόνο που δείχνει τη διάρκεια και συνέχεια αυτών των αλλαγών. Η ενότητα αυτή κλείνει πάντα σε παρατατικό με μια αντιπροσωπευτική της παρακμής επαναλαμβανόμενη σκηνή στο σπίτι του Σιούλα με τον ταμπάκο και τα παιδιά του να παίζουν και τη γυναίκα του να μετράει τα θηράματα από το κυριακάτικο κυνήγι με την αγωνία για το μέλλον.
Η ενότητα που ακολουθεί και είναι καθοριστική για τη μεταστροφή του Σιούλα στηρίζεται σε τρεις σύντομες διαλογικές σκηνές, όπου και πάλι ο χρόνος της αφήγησης επιβραδύνεται για να εξισωθεί με το χρόνο της ιστορίας : ο διάλογος με τη γυναίκα του που οδηγεί τον Σιούλα στη συνειδητοποίηση της ένδειας της οικογένειάς του, καθώς και οι διάλογοι με το γύφτο και το βαρελά που του αποκαλύπτουν την κοινή μοίρα και την αλληλεγγύη με την υπόλοιπη εργατική τάξη της πόλης, διαδραματίζονται σε χρόνο ενεστώτα, η αφήγηση, όμως, που τους πλαισιώνει σε χρόνο αόριστο, όπως και η τελική απόφαση του Σιούλα να πουλήσει, για πρώτη φορά, τα θηράματα από το κυνήγι μετατρέποντας την «αριστοκρατική» κυριακάτικη συνήθεια σε καθημερινή βιοποριστική εργασία.
Έτσι, ο αόριστος χρόνος του ρήματος που φανερώνει τελεσίδικες αποφάσεις και πράξεις χαρακτηρίζει καθοριστικές για την εξέλιξη και τη λύση του διηγήματος σκηνές, όπου ο χρόνος της αφήγησης επιβραδύνεται, για να ταυτιστεί με το χρόνο διάρκειας των γεγονότων στους διαλόγους αναδεικνύοντας τη σημασία τους. Ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται στους διαλόγους αυτών των σκηνών επιτείνει τη σημασία τους για το παρόν και το μέλλον των ταμπάκων – δημιουργώντας μια καινούργια διάρκεια που θα εκφραστεί με τον παρατατικό των δύο μεταφορικών εικόνων του τέλους: η πτώση των τειχών της ταμπάκικης Ιεριχούς μέσα στα ουρλιαχτά των μηχανών και το τρομαγμένο πέταγμα των αγριόχηνων στη λίμνη τονίζει τη συνέχεια των αλλαγών που έφερε αυτή η απόφαση του πρώτου ταμπάκου να πουλήσει το κυνήγι του.
Ο Δ. Χατζής με την εναλλαγή του χρόνου των ρημάτων από ενεστώτα σε παρατατικό, αόριστο και τούμπαλιν ποικίλλει το ρυθμό της αφήγησης του, αποδίδοντας με επιτυχία και τη διάρκεια και επαναληπτικότητα της ζωής των ταμπάκων μέχρι το Μεσοπόλεμο όσο και την αλλαγή και τη ρήξη με το παρελθόν που φέρνει η καινούργια οικονομική πραγματικότητα, υπηρετώντας έτσι με συνέπεια τη ρεαλιστική πεζογραφία.
VII Γλωσσικές παρατηρήσεις
Η γλώσσα του αφηγήματος είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, παραστατική και λιτή. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής χρησιμοποιεί τη γλώσσα που μιλούν οι ήρωές του. Είναι ο αρχέγονος, αψύς λόγος του σιναφιού. Σαν να ‘ναι ένας απ` αυτούς επιλέγει το λεξιλόγιο που αποδίδει το κοινωνιολογικό περιβάλλον, όπου διαδραματίζεται ο μύθος του έργου. Λέξεις και φράσεις, όπως «αργαστήρια». «τα τεζαρισμένα τομάρια», «ξινή δριμίλα του τομαριού», «αρχόντοι αστρινοί, , «ντατσκαναραίοι», «χαλκωματένοι μαστραπάδες», «αναντάμ παπαντάμ», συνιστούν «το ιδίωμα της πόλης το καθαρότερο», για το οποίο περηφανεύονται οι ταμπάκοι και το οποίο στο πλαίσιο της ρεαλιστικής αφήγησης οικειοποιείται λίαν επιτυχώς ο αφηγητής, καθώς και των άλλων επαγγελματικών τάξεων, όχι μόνο στους διαλόγους αλλά και στις αφηγηματικές περιγραφές.
Η ιδιωματική γλώσσα της ιστορίας αποδίδει επίσης τον χώρο, όπου διαδραματίζεται και οι τούρκικες λέξεις «μαχαλάς, χαγιάτι, νταραβέρι,μαστραπάς, κάλφας» και οι καθαρά τοπικές «Βοβουσιώτες», «Ντομπρινοβίτες, αγνάντια, κρασοπουλειά» απεικονίζουν τον ηθογραφικό χαρακτήρα του αφηγήματος, με τις συναφείς κοινωνιολογικές εκδοχές. Ο συγγραφέας επιλέγει αυτή την τεχνική για να εκφράσει την κατανόηση και συμπάθεια προς τους ήρωές του που προσδίδει μια οικείωση, μια ανθρώπινη προσέγγιση, η οποία εξασφαλίζει την αληθοφάνεια και αξιοπιστία της ιστορίας του.
Δ. Η συλλογή διηγημάτων
Το τέλος της μικρής μας πόλης Στην αρχική έκδοση του 1953 στη Ρουμανία περιέλαβε πέντε διηγήματα και επτά στην έκδοση του1963 στην Αθήνα. Τα διηγήματα αυτά αναφέρονται στη γενέθλια πόλη του Δ.Χατζή, τα Γιάννενα, που δεν κατονομάζονται και την οποία πόλη σκιαγραφεί με πολλή αγάπη και νοσταλγία (τα γράφει, όταν ήταν πολιτικός εξόριστος στη Ρουμανία) τις συνοικίες της, τα κτήριά της, την περιώνυμη λίμνη της, τους ανθρώπους που ηθογραφούνται ανάγλυφα με τα ατομικά τους χαρακτηριστικά.
Η συλλογή αυτή παρουσιάζει θεαματική ποιοτική εξέλιξη, εν σχέσει με τα έργα της πρώτης περιόδου. Χωρίς να απαρνείται τον ιδεολογικό του προσανατολισμό και τη ρεαλιστική του μέθοδο, έχει αποβάλει τις υπερβολές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, την πολιτική ρητορεία και το διδακτισμό. Είναι εμφανής η πρόοδος στη σκηνοθεσία, στην ευγλωττία των εικόνων, τη δημιουργική φαντασία στη σύλληψη των προσώπων και στην περιγραφή καταστάσεων. Η κοινωνιολογική οπτική και ο ιδεολογικός προσανατολισμός, όπως ήδη αναφέραμε, καθορίζουν και εδώ την οργάνωση του μύθου, την εξέλιξη, τις όποιες λύσεις.
Τα πρόσωπα, οι ήρωες των διηγημάτων χωρίζονται σε δύο σαφείς κατηγορίες: σ` αυτούς που εκφράζουν μια καλοσύνη, μια κατανόηση για τον άνθρωπο, όπως ο Σιούλας, ο Γιοσέφ Ελιγιά, η θεία Αγγελική, ο καθηγητής Ραλλίδης, η Μαργαρίτα Περδικάρη και σ` εκείνους που εμπνέονται απ την ιδιοτέλεια, όπως ο μεγαλέμπορος Γωγούσης, ο απόστρατος λοχαγός Λιαράτος, όλόκληρη η οικογένεια Περδικάρη, Η δεύτερη αυτή κατηγορία αντιπροσωπεύει τον κόσμο της διαφθοράς, της κοινωνικής αποσύνθεσης, της ηθικής έκπτωσης. Τα διηγήματα αυτά αναφέρονται χρονικά στην τελευταία δεκαπενταετία ως την Κατοχή και περιγράφουν την παρακμή παραδοσιακών κοινωνικών δομών, στο εσνάφι, τη συντεχνία των ταμπάκων (Ο Σιούλας ο ταμπάκος), στην εβραϊκή κοινότητα της πόλης (Σαμπεθάι Καμπιλής), στην παραδοσιακή αστική οικογένεια (Μαργαρίτα Περδικάρη) στη γειτονιά της επαρχιακής πόλης (Η θεία μας Αγγελική).
Στη Διαθήκη του καθηγητή μας δίνει έναν καθολικό πίνακα, μια τοιχογραφία των ηθών της παρακμής. Εδώ περιγράφει και καταγγέλλει σαρκάζοντας όλες τις αρχηγεσίες, δημοτικές, κρατικές, εκκλησιαστικές, οι οποίες αλληλοσπαράζονται και ενέχονται σε ποικίλα σκάνδαλα. Τα Γιάννενα είναι μια επαρχιακή πόλη που ο παραδοσιακός της τύπος αφανίζεται την εποχή αυτή και αντανακλά το γενικότερο πρόβλημα της ελληνικής επαρχίας που οφείλεται στις μεταστοιχειώσεις που ανακύπτουν από τις γενικότερες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις .Ανάμεσα στα διηγήματα της συλλογής αυτής ο Σιούλας ο ταμπάκος και κυρίως ο Σαμπεθάι Καμπιλής είναι από τα ωραιότερα διηγήματα της νεοελληνικής γραμματείας της μεταπολεμικής περιόδου.
Λεξιλόγιο
- αμόλευτος: αμόλυντος, αγνός, αυτός που δεν έχει μολυνθεί όσον αφορά την ψυχή του.
- αργάζω: κατεργάζομαι δέρματα, αργασμένος = ταλαιπωρημένος από τη σκληρή δουλειά
- τραχύς, ροζιασμένος μεσ. αρχ. οργάζω = επεξεργάζομαι , πλάθω, συνδ. με το έργο.
- βακέτα: το κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού, συνεκδ. τα υποδήματα από κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού κατάλληλο για αρβύλες και χοντρά υποδήματα. Ιταλ. Vacchetta=δαμάλι, υποκ. του vacca= αγελάδα.
- διάφορο: αυτό που καρπώνεται κανείς ως όφελος, συμφέρον, όφελος, κέρδος.
- κάλφας: ο μαθητευόμενος βοηθός τεχνίτη, ράφτη ή τσαγγάρη, παραγυός, τσιράκι. μες. τουρκ.kalfa
- κότσια: παιγνίδι που παίζεται με αστράγαλο ζώου, ο οποίος χρησιμοποιείται σαν ζάρι. μεσ. κότσιν κόττιον, υποκ. του αρ. κόττος
- λάμνω: κωπηλατώ, μεσ. αρχ.ελαύνω, ομηρ. Ελαύνω νήα= κινώ πλοίο με κουπιά
- λύκος: Εδώ η σφύρα της σκανδάλης παλιού κυνηγετικού όπλου, κόκορας.
- μαγκάλι: μεταλλικό δοχείο με αναμμένα κάρβουνα για τη θέρμανση κλειστών χώρων. τουρκ. mangal.
- μαστραπάς: δοχείο από πηλό, γυαλί ή μέταλλο με μικρή χωρητικότητα μέσα στο οποίο έβαζαν νερό ή κρασί, τουρκ. masrapa.
- μαχαλάς: λαϊκή γειτονιά, τμήμα πόλεως, συνοικία, μεσ. τουρκ. mahalle μια τρακάδα παιδιά: μετ. πολλά παιδιά
- μολεύω: μολύνω, μιαίνω, ατιμάζω, αρχ. μολύνω, κατά τα ρήματα σε -εύω
- μουλιάζω: εμποτίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό και τ` αφήνω πολλή ώρα, μέχρι να μαλακώσει, διαβρέχω, μουσκεύω
- μπεζεστένι: μεγάλη υπόστεγη αγορά και ιδιαίτερα η στοά που έχει πολλά εμπορικά καταστήματα.
- μπιρμπίλικα μάτια: μπιρμπιλομάτης, αυτός που έχει ωραία παιγνιδιάρικα μάτια
- νταραβέρι: δοσοληψία, αγοραπωλησία, αλισβερίσι. Ιταλ. Dare-avere= δούναι και λαβείν ντουφεξής-τουφεξής: αυτός που κατασκευάζει ή πουλά όπλα τουφέκι τουρκ. tufek.
- ξυλίκι: παιδικό παιγνίδι που παίζεται με δυο ξύλα ρεύω, ρέβω: φθείρομαι από την εγκατάλειψη, καταβάλλομαι, χάνω τη ζωντάνια μου.
- σεβρό:λεπτό και μαλακό δέρμα κατσικιού το οποίο υφίσταται κατεργασία για την κατασκευή δερμάτινων ειδών (παπουτσιών, γαντιών) γαλλ. Chevreau, υποκ. του chevre = κατσίκι
- σινάφι: οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που ασκούν το ίδιο επάγγελμα, συντεχνία, σωματείο, εσνάφι τουρκ, esnaf
- ταμπάκης: βυρσοδέψης τουρκ. Tabaκ.
- τεζαρισμένα: τεντωμένα. από το ρήμα τεζάρω, τεντώνω, ιταλ. tesare= τεντώνω, διατείνω
- τομάρι: το δέρμα, το πετσί, δορά. τομάριον αρχ. τόμος αρχ. σημασία φέτα, κομμάτι.
- φαλαρίδα: πουλί που ζει κοντά στις λίμνες και οφείλει τ` όνομά του στο φαλακρό κεφάλι του. αρχ.φαλαρίς φαλαρός = λευκός
- χαγιάτι: σκεπαστός και ανοιχτός εξώστης στο εξωτερικό μέρος παραδοσιακού σπιτιού, μπαλκόνι, τουρκ. Hayat
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου