Οι Γάλλοι διανοούμενοι στρατεύονται στην αντίσταση κατά του ναζισμού: απόσπασμα από το 2ο γράμμα, που δημοσιεύτηκε στις αρχές του 1944, στο 4ο φύλλο των Cahiers de Liberation, με το ψευδώνυμο Λουί Νεβίλ. Λόγω του επιστολικού χαρακτήρα του κειμένου, λείπουν οι παράγραφοι, που θα βοηθούσαν στην καλύτερη κατανόησή του και δημιουργείται η εντύπωση μιας εκφραστικής μονοτονίας.
Αφετηρία του Καμύ η απάνθρωπη βία των ναζί, που είναι διάχυτη στο κείμενο. Το περιστατικό: Φοβισμένοι οι κατάδικοι οδηγούνται στον τόπο εκτέλεσης από οπλισμένους Γερμανούς στρατιώτες. Δίνεται αόριστα ο τόπος (μια φυλακή κάπου στη Γαλλία) και ο χρόνος (μια αυγή).Στη συνέχεια παρουσιάζεται η αιτία της σύλληψής τους. Οι μισοί είχαν κάνει κάτι και γι’ αυτό πέρα από φόβο νιώθουν και ικανοποίηση για την αγωνιστική τους δράση, ενώ οι άλλοι μισοί δεν έκαναν τίποτε και δεν έχουν το κουράγιο των άλλων.
Ένας Γερμανός παπάς μιλάει με έναν δεκαεξάχρονο έφηβο, που φοβάται και δεν μπορεί να ελέγξει τις αντιδράσεις του(τρίζουν τα δόντια του). Στόχος του παπά είναι να απαλύνει στους ανθρώπους αυτούς τη σκληρή ώρα που περιμένουν , αλλά εκείνοι αδιαφορούν. Ο έφηβος στην αρχή ελπίζει και του λέει « δεν έκανα τίποτε». Όταν ο παπάς δεν ανταποκρίνεται, απελπίζεται και αδιαφορεί. Τότε ο παπάς στρέφεται στους άλλους και το παιδί αποπειράται να δραπετεύσει, αλλά αποτυγχάνει και αποκαρδιώνεται. Ο παπάς παραδίνεται άνευ όρων στη ναζιστική ιδεολογία και προδίδει στους στρατιώτες την απόπειρα του παιδιού, μετά από μια στιγμιαία ταλάντευση « αν είναι με τους δήμιους ή με τους μάρτυρες» .Όταν οι Γερμανοί πιάνουν το παιδί, εκείνο σταματά να κλαίει και χωρίς τις προηγούμενες παιδιάστικες αντιδράσεις οδηγείται με τους άλλους στον τόπο της εκτέλεσης.
Με τη συχνή χρήση των σημείων στίξης, την απουσία παραγράφων, την ειρωνικό χιούμορ και τις σύντομες και κοφτές φράσεις παρουσιάζουν το κλίμα του παραλόγου, στη στάση του ιερέα, που βάζει πάνω από θείες και ανθρώπινες αξίες τη ναζιστική ιδεολογία, στο ότι αθώοι οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα και στην οδυνηρή συνειδητοποίηση ενός παιδιού ότι κανείς δεν το καταλαβαίνει. Μετά ο συγγραφέας αναφέρεται στον πληροφοριοδότη του περιστατικού, έναν Γάλλο παπά, που καταδικάζει τη στάση του Γερμανού συναδέλφου του, γιατί δέχτηκε να βάλει το Θεό του στην υπηρεσία του εγκλήματος. Ο ίδιος θεωρεί αδιανόητη την ανάμειξη των ιερέων σε εγκλήματα πολέμου και υποστηρίζει ότι η θέση του θα ήταν με το μέρος του παιδιού και των άλλων.
Ακολουθούν οι σκέψεις του συγγραφέα που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά του Γερμανού ιερέα, που μαζί με τους ναζί αρνούνται κάθε αξία και στρατεύουν ακόμη και το Θεό στην υπηρεσία της βίας. Σαν ένα γρανάζι της ναζιστικής ιδεολογίας ο ιερέας δεν έχει αρχές και αλτρουϊστικά αισθήματα και αδιαφορεί για τα καθήκοντά του στο Θεό και στους ανθρώπους. Υπηρετεί το τέρας του ναζισμού που με τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής, την έλλειψη σεβασμού στις ανθρώπινες αξίες και τα κτηνώδη εγκλήματα πίστεψε πως θα υποτάξει όλη την Ευρώπη.
«Έφτασε ένα παιδί νεκρό» λέει, να πυροδοτήσει την οργή των Γάλλων διανοητών και να θέσει τέρμα στις θεωρητικές ενασχολήσεις τους και στη χλιαρή ιδεολογική αντιπαράθεσή τους κατά των ναζιστών. Ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως και πολλοί πνευματικοί άνθρωποι που στρατεύτηκαν με τα έργα τους και τη δράση τους , υπήρξε στέλεχος της αντιστασιακής οργάνωσης « Combat» και πρόσφερε τον εαυτό του στην υπηρεσία της πατρίδας.
Θα ήθελα να μπορώ να αγαπώ τη χώρα μου, αγαπώντας συνάμα τη δικαιοσύνη. Η απελπισία από τους αντιπροσώπους του αίματος και του ψεύδους θα ξεπεραστεί με την πίστη του ανθρώπου στη γη. Αυτή η πίστη είναι η μόνη δικαίωση σ’ αυτόν τον κόσμο και η προσήλωση στη δικαιοσύνη η ηθική της συνέπεια.
Αφετηρία του Καμύ η απάνθρωπη βία των ναζί, που είναι διάχυτη στο κείμενο. Το περιστατικό: Φοβισμένοι οι κατάδικοι οδηγούνται στον τόπο εκτέλεσης από οπλισμένους Γερμανούς στρατιώτες. Δίνεται αόριστα ο τόπος (μια φυλακή κάπου στη Γαλλία) και ο χρόνος (μια αυγή).Στη συνέχεια παρουσιάζεται η αιτία της σύλληψής τους. Οι μισοί είχαν κάνει κάτι και γι’ αυτό πέρα από φόβο νιώθουν και ικανοποίηση για την αγωνιστική τους δράση, ενώ οι άλλοι μισοί δεν έκαναν τίποτε και δεν έχουν το κουράγιο των άλλων.
Ένας Γερμανός παπάς μιλάει με έναν δεκαεξάχρονο έφηβο, που φοβάται και δεν μπορεί να ελέγξει τις αντιδράσεις του(τρίζουν τα δόντια του). Στόχος του παπά είναι να απαλύνει στους ανθρώπους αυτούς τη σκληρή ώρα που περιμένουν , αλλά εκείνοι αδιαφορούν. Ο έφηβος στην αρχή ελπίζει και του λέει « δεν έκανα τίποτε». Όταν ο παπάς δεν ανταποκρίνεται, απελπίζεται και αδιαφορεί. Τότε ο παπάς στρέφεται στους άλλους και το παιδί αποπειράται να δραπετεύσει, αλλά αποτυγχάνει και αποκαρδιώνεται. Ο παπάς παραδίνεται άνευ όρων στη ναζιστική ιδεολογία και προδίδει στους στρατιώτες την απόπειρα του παιδιού, μετά από μια στιγμιαία ταλάντευση « αν είναι με τους δήμιους ή με τους μάρτυρες» .Όταν οι Γερμανοί πιάνουν το παιδί, εκείνο σταματά να κλαίει και χωρίς τις προηγούμενες παιδιάστικες αντιδράσεις οδηγείται με τους άλλους στον τόπο της εκτέλεσης.
Με τη συχνή χρήση των σημείων στίξης, την απουσία παραγράφων, την ειρωνικό χιούμορ και τις σύντομες και κοφτές φράσεις παρουσιάζουν το κλίμα του παραλόγου, στη στάση του ιερέα, που βάζει πάνω από θείες και ανθρώπινες αξίες τη ναζιστική ιδεολογία, στο ότι αθώοι οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα και στην οδυνηρή συνειδητοποίηση ενός παιδιού ότι κανείς δεν το καταλαβαίνει. Μετά ο συγγραφέας αναφέρεται στον πληροφοριοδότη του περιστατικού, έναν Γάλλο παπά, που καταδικάζει τη στάση του Γερμανού συναδέλφου του, γιατί δέχτηκε να βάλει το Θεό του στην υπηρεσία του εγκλήματος. Ο ίδιος θεωρεί αδιανόητη την ανάμειξη των ιερέων σε εγκλήματα πολέμου και υποστηρίζει ότι η θέση του θα ήταν με το μέρος του παιδιού και των άλλων.
Ακολουθούν οι σκέψεις του συγγραφέα που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά του Γερμανού ιερέα, που μαζί με τους ναζί αρνούνται κάθε αξία και στρατεύουν ακόμη και το Θεό στην υπηρεσία της βίας. Σαν ένα γρανάζι της ναζιστικής ιδεολογίας ο ιερέας δεν έχει αρχές και αλτρουϊστικά αισθήματα και αδιαφορεί για τα καθήκοντά του στο Θεό και στους ανθρώπους. Υπηρετεί το τέρας του ναζισμού που με τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής, την έλλειψη σεβασμού στις ανθρώπινες αξίες και τα κτηνώδη εγκλήματα πίστεψε πως θα υποτάξει όλη την Ευρώπη.
«Έφτασε ένα παιδί νεκρό» λέει, να πυροδοτήσει την οργή των Γάλλων διανοητών και να θέσει τέρμα στις θεωρητικές ενασχολήσεις τους και στη χλιαρή ιδεολογική αντιπαράθεσή τους κατά των ναζιστών. Ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως και πολλοί πνευματικοί άνθρωποι που στρατεύτηκαν με τα έργα τους και τη δράση τους , υπήρξε στέλεχος της αντιστασιακής οργάνωσης « Combat» και πρόσφερε τον εαυτό του στην υπηρεσία της πατρίδας.
Θα ήθελα να μπορώ να αγαπώ τη χώρα μου, αγαπώντας συνάμα τη δικαιοσύνη. Η απελπισία από τους αντιπροσώπους του αίματος και του ψεύδους θα ξεπεραστεί με την πίστη του ανθρώπου στη γη. Αυτή η πίστη είναι η μόνη δικαίωση σ’ αυτόν τον κόσμο και η προσήλωση στη δικαιοσύνη η ηθική της συνέπεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου