Σε μια πόλη της σύγχρονης Πορτογαλίας, σ ένα φανάρι του δρόμου ένας οδηγός ξαφνικά χάνει το φως των ματιών του, γίνεται τυφλός. Ασφαλώς προκαλείται κυκλοφοριακό πρόβλημα. Όσοι περιμένουν από πίσω βεβαίως και ανυπομονούν και μετά το πρώτο ξάφνιασμα ο παθών οδηγείται στο σπίτι του από κάποιον άγνωστο, που τελικά δεν χάνει την ευκαιρία να του κλέψει το αυτοκίνητο!
Αυτή είναι η πρώτη σκηνή του βιβλίου, η αρχή μιας επιδημίας τύφλωσης που θα εξαπλωθεί με γρήγορους ρυθμούς στην πόλη και στη χώρα (και ποιος ξέρει πού αλλού), και θα φέρει μέγιστες ανατροπές στη ζωή των ανθρώπων, έτσι όπως την ήξεραν. Εμείς ως αναγνώστες παρακολουθούμε μια ομάδα από ανθρώπους που τυφλώθηκαν διαδοχικά και βρέθηκαν μαζί λόγω περίστασης (μαζί και το θύμα αλλά και ο δράστης της κλοπής του αυτοκινήτου), με έναν οφθαλμίατρο, ο οποίος τυφλώθηκε κι αυτός, αλλά η σύζυγός του όχι.
Αυτή η γυναίκα είναι η μοναδική που διατηρεί την όρασή της σε όλη την ιστορία. Μεταδοτική λοιπόν η τυφλότητα και η κυβέρνηση διατάσσει εγκλεισμό και απομόνωση των τυφλών. Οι δυσκολίες όμως είναι πολλές και αφορούν τον τρόπο που φρουρούνται, που τρέφονται, που αφοδεύουν, ή πεθαίνουν κλπ. Χαρακτηριστικές οι σκηνές που τυφλώνονται οι φύλακες ή και ο ίδιος ο υπουργός την ώρα του διαγγέλματος για τα μέτρα εκτοπισμού.
Στη «Σπιναλόγκα» τους λοιπόν οι τυφλοί, που όλο και πληθαίνουν, πρέπει να οργανώσουν τη ζωή τους, να διαχειριστούν ζητήματα εξουσίας και δύναμης (και έξωθεν και ανάμεσά τους), φυλετικών διακρίσεων και σεξουαλικών στερεοτύπων, αισθημάτων ανάγκης ή επιλογής, έρωτα, αγάπης, βίας, συγγνώμης, προστασίας των παιδιών και πολλών άλλων που θα λέγαμε ότι συνιστούν όλο το πλέγμα της κοινωνικής ζωής. Τυφλοί βέβαια και κωμικοτραγικοί, ταπεινωμένοι από την ανημπόρια τους, άλλες φορές εξυψωμένοι ακριβώς από την «καθαρότητα» των επιλογών τους (στο σκοτάδι, για παράδειγμα μπορούν να αγαπηθούν και οι ασχημότεροι και οι γεροντότεροι), αντιμετωπίζουν πρωτότυπα στην μορφή αλλά «πάγια» στην ουσία τους προβλήματα.
Καταλυτική και ίσως απαραίτητη για την πλοκή και την εξέλιξη, η «βλέπουσα» σύζυγος του οφθαλμιάτρου, που –μάλλον όχι τυχαία- έχει και μια «βλέπουσα» ψυχή. Πρόκειται για μια φιγούρα με ιδιαίτερες αρετές, που παίζει ηγετικό ρόλο στις εξελίξεις, πέρα από την πρακτικά αναπόφευκτη ισχύ της. Την ιδιαιτερότητά της την κρατά κρυφή από τους άλλους πλην του άνδρα της. Ό,τι κάνει το κάνει να φαίνεται σαν να είναι κι αυτή τυφλή.
Η αφήγηση του Σαραμάγκου είναι ποταμός, με τους διαλόγους να ενσωματώνονται στην αφήγηση, διανθισμένη αυτή από σχόλια του συγγραφέα που είναι ποτισμένα με ένα γλυκόπικρο φιλοσοφημένο χιούμορ. Μαζί του παρακολουθούμε με «ψύχραιμη» στοργή τα τυφλά βήματα της συντροφιάς, σε μια χώρα που όπως φαίνεται τυφλώθηκε ολοσχερώς, σ έναν κόσμο τρομακτικό και άγνωστο. Όχι, δεν πρόκειται για ένα απλοϊκό σχήμα «έχασαν το φως τους και βρήκαν την αλήθεια». Η τυφλότητα απογυμνώνει κάποια πράγματα και ο πόνος της προκαλεί κάποιες «αποκαλύψεις». Αλλά η συνταγή δεν είναι απλή, όπως δεν είναι και οι άνθρωποι. Δεν υπάρχει μονοσήμαντο «τέλος» ούτε λύτρωση με την έννοια μιας καθολικής αλήθειας. Δεν κερδίζουν οι «καλοί» για να χάσουν οι «κακοί». Το παιχνίδι συνεχίζεται…
Πολλά «επίπεδα» και «δρόμοι» ανοίγονται, διαβάζοντας αυτήν την ιστορία. Ο τρόπος που μας την αφηγείται ο Σαραμάγκου είναι λεπτά ειρωνικός, αλλά και τρυφερός, χωρίς τίποτα πομπώδες, χωρίς μελό, χωρίς μεγαλοστομίες. Θα μπορούσαμε βέβαια να αισθανθούμε ότι ο αφηγητής ουσιαστικά είναι η γυναίκα που διατηρεί την όρασή της, αυτή είναι ο μοναδικός αυτ-όπτης μάρτυρας. Ίσως όμως έτσι, παρατηρώντας την κι αυτήν ο συγγραφέας, χωρίς να την βάλει σε πρώτο πρόσωπο, την προστατεύει από την …απαίτησή μας να αναλύσει περισσότερο τη δική της θέση. Είναι βέβαια μια ιδιαίτερη ηρωίδα, αλλά έτσι, κρατά μια θέση στην ιστορία διακριτή μεν, αλλά διακριτικά «ισόποση»..
Κ.Μόντη,vivlio.blogspot.gr
Αυτή είναι η πρώτη σκηνή του βιβλίου, η αρχή μιας επιδημίας τύφλωσης που θα εξαπλωθεί με γρήγορους ρυθμούς στην πόλη και στη χώρα (και ποιος ξέρει πού αλλού), και θα φέρει μέγιστες ανατροπές στη ζωή των ανθρώπων, έτσι όπως την ήξεραν. Εμείς ως αναγνώστες παρακολουθούμε μια ομάδα από ανθρώπους που τυφλώθηκαν διαδοχικά και βρέθηκαν μαζί λόγω περίστασης (μαζί και το θύμα αλλά και ο δράστης της κλοπής του αυτοκινήτου), με έναν οφθαλμίατρο, ο οποίος τυφλώθηκε κι αυτός, αλλά η σύζυγός του όχι.
Αυτή η γυναίκα είναι η μοναδική που διατηρεί την όρασή της σε όλη την ιστορία. Μεταδοτική λοιπόν η τυφλότητα και η κυβέρνηση διατάσσει εγκλεισμό και απομόνωση των τυφλών. Οι δυσκολίες όμως είναι πολλές και αφορούν τον τρόπο που φρουρούνται, που τρέφονται, που αφοδεύουν, ή πεθαίνουν κλπ. Χαρακτηριστικές οι σκηνές που τυφλώνονται οι φύλακες ή και ο ίδιος ο υπουργός την ώρα του διαγγέλματος για τα μέτρα εκτοπισμού.
Στη «Σπιναλόγκα» τους λοιπόν οι τυφλοί, που όλο και πληθαίνουν, πρέπει να οργανώσουν τη ζωή τους, να διαχειριστούν ζητήματα εξουσίας και δύναμης (και έξωθεν και ανάμεσά τους), φυλετικών διακρίσεων και σεξουαλικών στερεοτύπων, αισθημάτων ανάγκης ή επιλογής, έρωτα, αγάπης, βίας, συγγνώμης, προστασίας των παιδιών και πολλών άλλων που θα λέγαμε ότι συνιστούν όλο το πλέγμα της κοινωνικής ζωής. Τυφλοί βέβαια και κωμικοτραγικοί, ταπεινωμένοι από την ανημπόρια τους, άλλες φορές εξυψωμένοι ακριβώς από την «καθαρότητα» των επιλογών τους (στο σκοτάδι, για παράδειγμα μπορούν να αγαπηθούν και οι ασχημότεροι και οι γεροντότεροι), αντιμετωπίζουν πρωτότυπα στην μορφή αλλά «πάγια» στην ουσία τους προβλήματα.
Καταλυτική και ίσως απαραίτητη για την πλοκή και την εξέλιξη, η «βλέπουσα» σύζυγος του οφθαλμιάτρου, που –μάλλον όχι τυχαία- έχει και μια «βλέπουσα» ψυχή. Πρόκειται για μια φιγούρα με ιδιαίτερες αρετές, που παίζει ηγετικό ρόλο στις εξελίξεις, πέρα από την πρακτικά αναπόφευκτη ισχύ της. Την ιδιαιτερότητά της την κρατά κρυφή από τους άλλους πλην του άνδρα της. Ό,τι κάνει το κάνει να φαίνεται σαν να είναι κι αυτή τυφλή.
Η αφήγηση του Σαραμάγκου είναι ποταμός, με τους διαλόγους να ενσωματώνονται στην αφήγηση, διανθισμένη αυτή από σχόλια του συγγραφέα που είναι ποτισμένα με ένα γλυκόπικρο φιλοσοφημένο χιούμορ. Μαζί του παρακολουθούμε με «ψύχραιμη» στοργή τα τυφλά βήματα της συντροφιάς, σε μια χώρα που όπως φαίνεται τυφλώθηκε ολοσχερώς, σ έναν κόσμο τρομακτικό και άγνωστο. Όχι, δεν πρόκειται για ένα απλοϊκό σχήμα «έχασαν το φως τους και βρήκαν την αλήθεια». Η τυφλότητα απογυμνώνει κάποια πράγματα και ο πόνος της προκαλεί κάποιες «αποκαλύψεις». Αλλά η συνταγή δεν είναι απλή, όπως δεν είναι και οι άνθρωποι. Δεν υπάρχει μονοσήμαντο «τέλος» ούτε λύτρωση με την έννοια μιας καθολικής αλήθειας. Δεν κερδίζουν οι «καλοί» για να χάσουν οι «κακοί». Το παιχνίδι συνεχίζεται…
Πολλά «επίπεδα» και «δρόμοι» ανοίγονται, διαβάζοντας αυτήν την ιστορία. Ο τρόπος που μας την αφηγείται ο Σαραμάγκου είναι λεπτά ειρωνικός, αλλά και τρυφερός, χωρίς τίποτα πομπώδες, χωρίς μελό, χωρίς μεγαλοστομίες. Θα μπορούσαμε βέβαια να αισθανθούμε ότι ο αφηγητής ουσιαστικά είναι η γυναίκα που διατηρεί την όρασή της, αυτή είναι ο μοναδικός αυτ-όπτης μάρτυρας. Ίσως όμως έτσι, παρατηρώντας την κι αυτήν ο συγγραφέας, χωρίς να την βάλει σε πρώτο πρόσωπο, την προστατεύει από την …απαίτησή μας να αναλύσει περισσότερο τη δική της θέση. Είναι βέβαια μια ιδιαίτερη ηρωίδα, αλλά έτσι, κρατά μια θέση στην ιστορία διακριτή μεν, αλλά διακριτικά «ισόποση»..
Κ.Μόντη,vivlio.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου