Κάθε πόλη έχει το βιβλίο της. Οι μεγάλες μητροπόλεις έχουν πολλά βιβλία φυσικά. Έτσι εκ του προχείρου θα πω για το Λονδίνο του Τσαρλς Ντίκενς και του Νικ Χορνμπι, για τη Νέα Υόρκη του Πωλ Ώστερ, το Παρίσι του Εμιλ Ζολά, τη Σεβίλλη του Αρτουρο Περεθ Ρεβέρτε, την Αθήνα του Πέτρου Μάρκαρη και πρόσφατα της Χίλντας Παπαδημητρίου και πολλά πολλά ακόμη. Η Θεσσαλονίκη έχει το Ντίνο Χριστιανόπουλο (ανάμεσα σε άλλους), τα Χανιά τη Μαρώ Δούκα και η Λάρισα;
Μέχρι προχθές δεν είχα διαβάσει κάτι που να έχει ως φόντο και ηρωίδα τη Λάρισα. Η πόλη κάνει περάσματα σε πολλά βιβλία με γνωστότερα ίσως τα βιβλία του Καραγάτση. «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» μάλιστα διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο εδώ. Όμως δεν το έχω διαβάσει αυτό το βιβλίο του Καραγάτση (ομολογώ και υπόσχομαι να επανορθώσω). Έτσι αυτό που ανακάλυψα την Τρίτη είναι το πρώτο βιβλίο για μένα με πρωταγωνίστρια τη Θεσσαλική πρωτεύουσα και τους ανθρώπους της. Και είναι ένα διαμαντάκι.
Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Μάκης Λαχανάς, μια χαρακτηριστική φιγούρα της πόλης που πέθανε μόλις πέρσι κι από την Τρίτη που διάβασα το βιβλίο με διακατέχει μια λύπη που δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω.
Το βιβλίο «Η Πόλις» είναι μια μυθιστορηματική ανθρωπογεωγραφία της Λάρισας, όπως λέει στο εξώφυλλο και δεν έχω ξαναδεί πιο εύστοχη περιγραφή μυθιστορήματος. Έχει ένα μυθοπλαστικό περιτύλιγμα αλλά ουσιαστικά είναι ένα χρονικό του πως μια πόλη επίπεδη σκονισμένη, λασπωμένη, με ανθρώπους πλούσιους αλλά αμαθείς έγινε αυτό που είναι σήμερα δηλαδή μια πόλη επίπεδη, ζεστή, λιγότερο σκονισμένη, καθόλου λασπωμένη αλλά μολυσμένη με ανθρώπους ακόμη πιο πλούσιους και ακόμη περισσότερο αδαείς…
Για μας που ζούμε εδώ στη Λάρισα το ανάγνωσμα είναι άκρως συγκινητικό. Ονόματα γνωστών μας, οι πατεράδες και οι παππούδες των φίλων μας, έμποροι στα πρώτα τους βήματα, γιατροί αλλά και θρυλικές φυσιογνωμίες της πόλης κάνουν την εμφάνιση τους. Όμως το ενδιαφέρον του βιβλίου δεν είναι απλά τοπικό.
Απ’ότι καταλαβαίνω από το βιβλίο η οικογένεια του Μάκη Λαχανά ήταν μια προσφυγική οικογένεια που έφτασε στη Λάρισα τη δεκαετία του 20. Η μοίρα του πρόσφυγα φαίνεται ότι ακολουθούσε το συγγραφέα παρόλο που ο ίδιος γεννήθηκε εδώ. Είναι αυτό το αίσθημα ότι δεν ανήκεις πουθενά, μια φυγή που σε διακατέχει σε όλη σου τη ζωή. Σπούδασε ψυχιατρική και έγραψε αρκετά θεατρικά έργα, μονόλογους, δοκίμια. Μέχρι πρόσφατα παρόλο που ήταν προχωρημένης ηλικίας συνέχιζε να παίρνει μέρος στην πνευματική ζωή αυτής της πόλης.
Πιστεύω όμως ότι το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί από ένα ευρύτερο της Λάρισας κοινό γιατί είναι μια αποτύπωση της ελληνικής επαρχιακής πόλης, της ιστορίας των προσφύγων που πολύ βολικά ξεχνάμε, της ακμής και της παρακμής του αστικού βίου. Πουτάνες, χασικλήδες, ωραίες αλλά άπιαστες γυναίκες, διανοούμενοι, αντάρτες, αγρότες, έμποροι, λατερνατζήδες, φαντάροι και νταβατζήδες, μισότρελοι τύποι (χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Η πόλη που δεν έχει τρελούς έχει χάσει την ψυχή της…
Τώρα η πόλη δεν έχει τρελούς ούτε τύπους να περιφέρονται στην αγορά…. Η πόλη έχει τέσσερις ψυχιατρικές κλινικές. Αρκετές για να φιμώσουν την ψυχή της πόλης») όλοι κάνουν την εμφάνιση τους στο μυθιστόρημα. Το κεφάλαιο για τη Belle de Ville είναι ένα αριστούργημα με τις λέξεις διαλεγμένες μία προς μία. Ο Λαχανάς δεν ήταν απλώς ένας γεράκος που έγραψε στα τελευταία του τις αναμνήσεις του από την πόλη που αγάπησε και μίσησε (τελευταία υιοθέτησε ως νέα του πατρίδα την όμορφη Κέρκυρα και περνούσε το μισό χρόνο του εκεί).
Ήταν ένας ευρυμαθής διανοούμενος, ένας πολύ διαβασμένος άνθρωπος που όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο «μεσούντος του Εμφυλίου άκουγε προκλασική μουσική και μελετούσε μεγάλους ευρωπαίους συγγραφείς και ζωγράφους», ένας εστέτ της Λάρισας (δεν έχει και πολλούς) που ξεχώριζε. Όλη αυτή η παιδεία είναι φανερή στο βιβλίο και η μη γραμμική του αφήγηση, το πώς πάει από περιγραφή σε περιγραφή, χωρίς απόλυτη χρονολογική σειρά το κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον.
Πάντως για να είμαστε δίκαιοι, η Λάρισα δεν είναι τόσο έρημη χώρα όσο την κατηγορώ. Αν μάλιστα κάποιος ήταν εδώ τη μέρα που γιορτάσαμε την Ευρωπαϊκή Μέρα Μουσικής με μουσικούς ντόπιους, μια γιορτή εκ των ενόντων, νομίζω ότι θα θαύμαζε τη νέα γενιά αυτής της πόλης.
Τώρα γιατί εγώ συγκινούμαι από τις ιστορίες για τη Λάρισα, μια και δε γεννήθηκα εδώ, ήρθα σε ηλικία 23 χρονών, είναι άξιο απορίας. Ίσως γιατί πατρίδα μας είναι το μέρος που υιοθετούμε και το αγαπάμε όσο άσχημο κι αν είναι. Φεύγεις σαν κυνηγημένος από ένα πανέμορφο μέρος και καταλήγεις εδώ, στη μέση του κάμπου, να βλέπεις τα στάχυα να κιτρινίζουν Μάρτιο μήνα και να χαίρεσαι, ίσως γιατί πατρίδα μας είναι και οι άνθρωποι.
http://annabooklover.wordpress.com/
Μέχρι προχθές δεν είχα διαβάσει κάτι που να έχει ως φόντο και ηρωίδα τη Λάρισα. Η πόλη κάνει περάσματα σε πολλά βιβλία με γνωστότερα ίσως τα βιβλία του Καραγάτση. «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» μάλιστα διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο εδώ. Όμως δεν το έχω διαβάσει αυτό το βιβλίο του Καραγάτση (ομολογώ και υπόσχομαι να επανορθώσω). Έτσι αυτό που ανακάλυψα την Τρίτη είναι το πρώτο βιβλίο για μένα με πρωταγωνίστρια τη Θεσσαλική πρωτεύουσα και τους ανθρώπους της. Και είναι ένα διαμαντάκι.
Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Μάκης Λαχανάς, μια χαρακτηριστική φιγούρα της πόλης που πέθανε μόλις πέρσι κι από την Τρίτη που διάβασα το βιβλίο με διακατέχει μια λύπη που δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω.
Το βιβλίο «Η Πόλις» είναι μια μυθιστορηματική ανθρωπογεωγραφία της Λάρισας, όπως λέει στο εξώφυλλο και δεν έχω ξαναδεί πιο εύστοχη περιγραφή μυθιστορήματος. Έχει ένα μυθοπλαστικό περιτύλιγμα αλλά ουσιαστικά είναι ένα χρονικό του πως μια πόλη επίπεδη σκονισμένη, λασπωμένη, με ανθρώπους πλούσιους αλλά αμαθείς έγινε αυτό που είναι σήμερα δηλαδή μια πόλη επίπεδη, ζεστή, λιγότερο σκονισμένη, καθόλου λασπωμένη αλλά μολυσμένη με ανθρώπους ακόμη πιο πλούσιους και ακόμη περισσότερο αδαείς…
Για μας που ζούμε εδώ στη Λάρισα το ανάγνωσμα είναι άκρως συγκινητικό. Ονόματα γνωστών μας, οι πατεράδες και οι παππούδες των φίλων μας, έμποροι στα πρώτα τους βήματα, γιατροί αλλά και θρυλικές φυσιογνωμίες της πόλης κάνουν την εμφάνιση τους. Όμως το ενδιαφέρον του βιβλίου δεν είναι απλά τοπικό.
Απ’ότι καταλαβαίνω από το βιβλίο η οικογένεια του Μάκη Λαχανά ήταν μια προσφυγική οικογένεια που έφτασε στη Λάρισα τη δεκαετία του 20. Η μοίρα του πρόσφυγα φαίνεται ότι ακολουθούσε το συγγραφέα παρόλο που ο ίδιος γεννήθηκε εδώ. Είναι αυτό το αίσθημα ότι δεν ανήκεις πουθενά, μια φυγή που σε διακατέχει σε όλη σου τη ζωή. Σπούδασε ψυχιατρική και έγραψε αρκετά θεατρικά έργα, μονόλογους, δοκίμια. Μέχρι πρόσφατα παρόλο που ήταν προχωρημένης ηλικίας συνέχιζε να παίρνει μέρος στην πνευματική ζωή αυτής της πόλης.
Πιστεύω όμως ότι το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί από ένα ευρύτερο της Λάρισας κοινό γιατί είναι μια αποτύπωση της ελληνικής επαρχιακής πόλης, της ιστορίας των προσφύγων που πολύ βολικά ξεχνάμε, της ακμής και της παρακμής του αστικού βίου. Πουτάνες, χασικλήδες, ωραίες αλλά άπιαστες γυναίκες, διανοούμενοι, αντάρτες, αγρότες, έμποροι, λατερνατζήδες, φαντάροι και νταβατζήδες, μισότρελοι τύποι (χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Η πόλη που δεν έχει τρελούς έχει χάσει την ψυχή της…
Τώρα η πόλη δεν έχει τρελούς ούτε τύπους να περιφέρονται στην αγορά…. Η πόλη έχει τέσσερις ψυχιατρικές κλινικές. Αρκετές για να φιμώσουν την ψυχή της πόλης») όλοι κάνουν την εμφάνιση τους στο μυθιστόρημα. Το κεφάλαιο για τη Belle de Ville είναι ένα αριστούργημα με τις λέξεις διαλεγμένες μία προς μία. Ο Λαχανάς δεν ήταν απλώς ένας γεράκος που έγραψε στα τελευταία του τις αναμνήσεις του από την πόλη που αγάπησε και μίσησε (τελευταία υιοθέτησε ως νέα του πατρίδα την όμορφη Κέρκυρα και περνούσε το μισό χρόνο του εκεί).
Ήταν ένας ευρυμαθής διανοούμενος, ένας πολύ διαβασμένος άνθρωπος που όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο «μεσούντος του Εμφυλίου άκουγε προκλασική μουσική και μελετούσε μεγάλους ευρωπαίους συγγραφείς και ζωγράφους», ένας εστέτ της Λάρισας (δεν έχει και πολλούς) που ξεχώριζε. Όλη αυτή η παιδεία είναι φανερή στο βιβλίο και η μη γραμμική του αφήγηση, το πώς πάει από περιγραφή σε περιγραφή, χωρίς απόλυτη χρονολογική σειρά το κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον.
Πάντως για να είμαστε δίκαιοι, η Λάρισα δεν είναι τόσο έρημη χώρα όσο την κατηγορώ. Αν μάλιστα κάποιος ήταν εδώ τη μέρα που γιορτάσαμε την Ευρωπαϊκή Μέρα Μουσικής με μουσικούς ντόπιους, μια γιορτή εκ των ενόντων, νομίζω ότι θα θαύμαζε τη νέα γενιά αυτής της πόλης.
Τώρα γιατί εγώ συγκινούμαι από τις ιστορίες για τη Λάρισα, μια και δε γεννήθηκα εδώ, ήρθα σε ηλικία 23 χρονών, είναι άξιο απορίας. Ίσως γιατί πατρίδα μας είναι το μέρος που υιοθετούμε και το αγαπάμε όσο άσχημο κι αν είναι. Φεύγεις σαν κυνηγημένος από ένα πανέμορφο μέρος και καταλήγεις εδώ, στη μέση του κάμπου, να βλέπεις τα στάχυα να κιτρινίζουν Μάρτιο μήνα και να χαίρεσαι, ίσως γιατί πατρίδα μας είναι και οι άνθρωποι.
http://annabooklover.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου