Με το μυθιστόρημα αυτό , που πρωτοεμφανίστηκε ο συγγραφέας το 1955, αναπλάθει με ύφος απαισιόδοξο τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση της εργατικής τάξης στις φτωχογειτονιές της Αθήνας(φάμπρικες, χαμόσπιτα και απελπισμένους ανθρώπους), στα πρώτα χρόνια μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και το Εμφύλιο, στα μέσα της δεκαετίας του 1950 . Βασικό θέμα είναι η ανεργία, που εκτός από τη φτώχεια, την πείνα και την εξαθλίωση, προκαλεί απογοήτευση, ανασφάλεια, ντροπή και ταπείνωση. Στο απόσπασμα, οι αναδρομές των ηρώων στο παρελθόν αναδεικνύουν τις αιτίες της τωρινής κατάστασής τους.
Ο Αργύρης, κλεισμένος στο δωμάτιό του, αναλογίζεται τη ζωή του τώρα που έμεινε άνεργος. Ο φίλος του, Θανάσης του ανακοινώνει ότι βρήκε δουλειά, αλλά του ζητά τα εργαλεία του, για να την κρατήσει. Ο Αργύρης υποχωρεί και του δανείζει για λίγες βδομάδες τα εργαλεία του. Ο ήρωας απελπίζεται που έχασε τα εργαλεία του, αλλά ο εγωισμός του πληγώνεται περισσότερο, όταν σκέφτεται ότι δεν μπορεί να επιστρέψει τα χρήματα που δανείστηκε από τον τσαγκάρη, αλλά το φιλότιμό του δεν του επιτρέπει να ζητήσει από τη γειτόνισσα τα χρήματα που του χρωστάει.
Μέσα στη δυστυχία του σκέφτεται τη γυναίκα του. Ο ερχομός της τον ταράζει περισσότερο, καθώς ενοχλείται, όταν εκείνη του εξομολογείται ότι είχε πάει σε κάποιον γνωστό της και τον είχε παρακαλέσει να βρει δουλειά και στους δυο τους. Εκείνη, πιο δυναμική από αυτόν, που περιμένει καρτερικά να χτυπήσει η πόρτα τους και να τον καλέσουν για δουλειά, παίρνει την πρωτοβουλία και παρακαλάει και για τους δυο τους. Με αφορμή μια εικόνα στον τοίχο, ο ήρωας συνειρμικά μεταφέρεται στο παρελθόν του: στη σχολή του Προμηθέα, στην εργασία του στο μηχανουργείο του θείου του, στην επόμενη δουλειά του και τέλος στη μεγάλη φάμπρικα. Επιστρέφοντας στο παρόν , καταλήγει ότι πέρασε όλη του τη ζωή στα σίδερα και η γυναίκα του βρίσκει αφορμή, για να πει ότι και η ίδια πέρασε τη ζωή της στα κουρέλια.
Η ζωή της Γεωργίας παρουσιάζει μεταβολές. Θυμάται ότι όταν ήταν νέα η ζωή στο πατρικό της ήταν θλιβερή΄ δούλευε νύχτα- μέρα, για να συντηρήσει την οικογένειά της. Ο γάμος της έμοιαζε με λύτρωση. Τα πρώτα χρόνια του γάμου της κύλησαν ευχάριστα(η ίδια τραγουδούσε τα πρωινά και ο Αργύρης πήγαινε στη φάμπρικα), αλλά ξέσπασε ο πόλεμος και όλα άλλαξαν προς το χειρότερο. Ήρθε ο φόβος και η δυστυχία και μια ζωή γεμάτη μιζέρια και φτώχεια. Με τη λέξη «θυμάσαι;» τελειώνει η αναπόληση της Γεωργίας στο παρελθόν. Ο ήρωας δεν έχει βρει το κουράγιο να της εξομολογηθεί ότι δάνεισε τα εργαλεία του, ούτε ότι δέχτηκε προσβολή από τον τσαγκάρη. Ωστόσο, ελπίζει ότι θα βρει δουλειά και με την ψυχική και σωματική επαφή προσπαθούν να υπερνικήσουν την πείνα και τη δυστυχία τους, αφήνοντας μια αχτίδα ελπίδας για το μέλλον.
Γνωρίζοντας ότι τα παιδικά και νεανικά βιώματα παίζουν πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου, ο συγγραφέας μας παρουσιάζει μέσα από τις αναμνήσεις τους την προηγούμενη ζωή τους. Και οι δύο δεν γνώρισαν την παρουσία και τη στοργή του πατέρα. Ο πατέρας του Αργύρη χάθηκε στη μικρασιατική εκστρατεία, όταν ακόμη εκείνος ήταν ένα νεαρό αγόρι και ο πατέρας της Γεωργίας ξενυχτούσε, έπινε και δεν μπορούσε να δουλέψει ως χτίστης και να θρέψει την οικογένειά του.
Από την άλλη ο ρόλος των δύο μανάδων ήταν ουσιαστικός στη ζωή και των δύο: και οι δύο θυσιάστηκαν για τα παιδιά τους . Η χήρα μητέρα του Αργύρη ξενοδούλευε, για να μπορέσει ο γιος της να αποφοιτήσει από τη σχολή και η μητέρα της Γεωργίας έραβε, για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Όταν μάλιστα πάντρεψε την κόρη της, πούλησε ακόμη και τα χρυσά δόντια της, για να της αγοράσει μια ραπτομηχανή. Πρόκειται, λοιπόν, για ανθρώπους βασανισμένους από παιδιά, που δούλευαν ανέκαθεν και αγωνίζονταν για την επιβίωσή τους.
Ακόμα και στις δύσκολες στιγμές τους διατηρούν την ψυχική τους επαφή. Ο Αργύρης νοιάζεται για τη γυναίκα του και νιώθει μοναξιά, όταν λείπει. Η Γεωργία παίρνει πρωτοβουλίες και στηρίζει ψυχολογικά τον άντρα της. Όταν είναι μαζί, κάθονται πιασμένοι χέρι-χέρι και αναπολούν το παρελθόν, ανταλλάσσοντας λόγια εμπιστοσύνης και αγάπης. Μας εντυπωσιάζει ότι μέσα στη φτώχεια και στη δυστυχία τους, ομολογούν ότι τους λείπει ένα παιδί. Ο συγγραφέας μας προϊδεάζει ότι για το βασανισμένο και δοκιμασμένο από την πείνα και τη φτώχεια ζευγάρι δεν έχει χαθεί κάθε ελπίδα. Οι ήρωες ,μετά από μια ολόκληρη νύχτα στη σκοτεινή τους κάμαρα, με πίστη στη ζωή και αισιοδοξία, παρά τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζουν, κατορθώνουν, με την πρωινή φωνή του γαλατά, να βρουν την ψυχική δύναμη που χρειάζεται, για το ξεκίνημα μιας καινούργιας, καλύτερης μέρας.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση-ετεροδιηγητικός αφηγητής- παντογνώστης αφηγητής- αναδρομικές αφηγήσεις. Πλάγιος λόγος- ελεύθερος πλάγιος λόγος- διάλογος Αργύρη με το Θανάση και μετά με τη Γεωργία. Ρεαλιστικές εικόνες- επιμονή στη λεπτομέρεια στην περιγραφή της προηγούμενης ζωής τους-ύφος λιτό, απέριττο, πυκνό-ζωντανές περιγραφές-απουσία μελοδραματισμού. Γλώσσα απλή, χωρίς κοσμητικά επίθετα και εξεζητημένες λέξεις.
Ο Αργύρης, κλεισμένος στο δωμάτιό του, αναλογίζεται τη ζωή του τώρα που έμεινε άνεργος. Ο φίλος του, Θανάσης του ανακοινώνει ότι βρήκε δουλειά, αλλά του ζητά τα εργαλεία του, για να την κρατήσει. Ο Αργύρης υποχωρεί και του δανείζει για λίγες βδομάδες τα εργαλεία του. Ο ήρωας απελπίζεται που έχασε τα εργαλεία του, αλλά ο εγωισμός του πληγώνεται περισσότερο, όταν σκέφτεται ότι δεν μπορεί να επιστρέψει τα χρήματα που δανείστηκε από τον τσαγκάρη, αλλά το φιλότιμό του δεν του επιτρέπει να ζητήσει από τη γειτόνισσα τα χρήματα που του χρωστάει.
Μέσα στη δυστυχία του σκέφτεται τη γυναίκα του. Ο ερχομός της τον ταράζει περισσότερο, καθώς ενοχλείται, όταν εκείνη του εξομολογείται ότι είχε πάει σε κάποιον γνωστό της και τον είχε παρακαλέσει να βρει δουλειά και στους δυο τους. Εκείνη, πιο δυναμική από αυτόν, που περιμένει καρτερικά να χτυπήσει η πόρτα τους και να τον καλέσουν για δουλειά, παίρνει την πρωτοβουλία και παρακαλάει και για τους δυο τους. Με αφορμή μια εικόνα στον τοίχο, ο ήρωας συνειρμικά μεταφέρεται στο παρελθόν του: στη σχολή του Προμηθέα, στην εργασία του στο μηχανουργείο του θείου του, στην επόμενη δουλειά του και τέλος στη μεγάλη φάμπρικα. Επιστρέφοντας στο παρόν , καταλήγει ότι πέρασε όλη του τη ζωή στα σίδερα και η γυναίκα του βρίσκει αφορμή, για να πει ότι και η ίδια πέρασε τη ζωή της στα κουρέλια.
Η ζωή της Γεωργίας παρουσιάζει μεταβολές. Θυμάται ότι όταν ήταν νέα η ζωή στο πατρικό της ήταν θλιβερή΄ δούλευε νύχτα- μέρα, για να συντηρήσει την οικογένειά της. Ο γάμος της έμοιαζε με λύτρωση. Τα πρώτα χρόνια του γάμου της κύλησαν ευχάριστα(η ίδια τραγουδούσε τα πρωινά και ο Αργύρης πήγαινε στη φάμπρικα), αλλά ξέσπασε ο πόλεμος και όλα άλλαξαν προς το χειρότερο. Ήρθε ο φόβος και η δυστυχία και μια ζωή γεμάτη μιζέρια και φτώχεια. Με τη λέξη «θυμάσαι;» τελειώνει η αναπόληση της Γεωργίας στο παρελθόν. Ο ήρωας δεν έχει βρει το κουράγιο να της εξομολογηθεί ότι δάνεισε τα εργαλεία του, ούτε ότι δέχτηκε προσβολή από τον τσαγκάρη. Ωστόσο, ελπίζει ότι θα βρει δουλειά και με την ψυχική και σωματική επαφή προσπαθούν να υπερνικήσουν την πείνα και τη δυστυχία τους, αφήνοντας μια αχτίδα ελπίδας για το μέλλον.
Γνωρίζοντας ότι τα παιδικά και νεανικά βιώματα παίζουν πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου, ο συγγραφέας μας παρουσιάζει μέσα από τις αναμνήσεις τους την προηγούμενη ζωή τους. Και οι δύο δεν γνώρισαν την παρουσία και τη στοργή του πατέρα. Ο πατέρας του Αργύρη χάθηκε στη μικρασιατική εκστρατεία, όταν ακόμη εκείνος ήταν ένα νεαρό αγόρι και ο πατέρας της Γεωργίας ξενυχτούσε, έπινε και δεν μπορούσε να δουλέψει ως χτίστης και να θρέψει την οικογένειά του.
Από την άλλη ο ρόλος των δύο μανάδων ήταν ουσιαστικός στη ζωή και των δύο: και οι δύο θυσιάστηκαν για τα παιδιά τους . Η χήρα μητέρα του Αργύρη ξενοδούλευε, για να μπορέσει ο γιος της να αποφοιτήσει από τη σχολή και η μητέρα της Γεωργίας έραβε, για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Όταν μάλιστα πάντρεψε την κόρη της, πούλησε ακόμη και τα χρυσά δόντια της, για να της αγοράσει μια ραπτομηχανή. Πρόκειται, λοιπόν, για ανθρώπους βασανισμένους από παιδιά, που δούλευαν ανέκαθεν και αγωνίζονταν για την επιβίωσή τους.
Ακόμα και στις δύσκολες στιγμές τους διατηρούν την ψυχική τους επαφή. Ο Αργύρης νοιάζεται για τη γυναίκα του και νιώθει μοναξιά, όταν λείπει. Η Γεωργία παίρνει πρωτοβουλίες και στηρίζει ψυχολογικά τον άντρα της. Όταν είναι μαζί, κάθονται πιασμένοι χέρι-χέρι και αναπολούν το παρελθόν, ανταλλάσσοντας λόγια εμπιστοσύνης και αγάπης. Μας εντυπωσιάζει ότι μέσα στη φτώχεια και στη δυστυχία τους, ομολογούν ότι τους λείπει ένα παιδί. Ο συγγραφέας μας προϊδεάζει ότι για το βασανισμένο και δοκιμασμένο από την πείνα και τη φτώχεια ζευγάρι δεν έχει χαθεί κάθε ελπίδα. Οι ήρωες ,μετά από μια ολόκληρη νύχτα στη σκοτεινή τους κάμαρα, με πίστη στη ζωή και αισιοδοξία, παρά τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζουν, κατορθώνουν, με την πρωινή φωνή του γαλατά, να βρουν την ψυχική δύναμη που χρειάζεται, για το ξεκίνημα μιας καινούργιας, καλύτερης μέρας.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση-ετεροδιηγητικός αφηγητής- παντογνώστης αφηγητής- αναδρομικές αφηγήσεις. Πλάγιος λόγος- ελεύθερος πλάγιος λόγος- διάλογος Αργύρη με το Θανάση και μετά με τη Γεωργία. Ρεαλιστικές εικόνες- επιμονή στη λεπτομέρεια στην περιγραφή της προηγούμενης ζωής τους-ύφος λιτό, απέριττο, πυκνό-ζωντανές περιγραφές-απουσία μελοδραματισμού. Γλώσσα απλή, χωρίς κοσμητικά επίθετα και εξεζητημένες λέξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου