Πριν από κάμποσα χρόνια, η χούντα (όπως και όλες οι δικτατορίες της εποχής) χρησιμοποιούσε το ποδόσφαιρο ως μέσο απομάκρυνσης του κόσμου από την πολιτική. Οι «χούντες» του σήμερα, κάνουν το ποδόσφαιρο κεντρικό πεδίο της πολιτικής. Για την ακρίβεια: Μιας πολιτικής καρικατούρας, που προσπαθούν να επιβάλλουν τα κυκλώματα του λαθρεμπόριου, της απάτης, της νύχτας και του ναζισμού, για να καταλάβουν και να ασκήσουν άμεσα, χωρίς λακέδες εκπροσώπους, την κεντρική εξουσία.
Χρειάστηκε μια μακρά περίοδος εκμαυλισμού, για να φτάσουμε στο σημείο αυτό. Ενός εκμαυλισμού, που μέσω της διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, απλώθηκε σαν επιθετικός καρκίνος σε όλο το σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Το «σοσιαλιστικό» ΠΑΣΟΚ πέτυχε να κοινωνικοποιήσει τη διαφθορά πολύ ευρύτερα από την παλιά δεξιά του χαφιέ, του τραμπούκου και της μίζας μέσα σε κλειστά κυκλώματα. Μέσω των κοινωνικά δικτυωμένων οργανώσεών του, του θεσμικού πλαισίου που έλεγχε και ελέγχει, των εργολαβιών δημόσιων έργων και παραγγελιών, της διαχείρισης των Εοκικών κονδυλίων και της μαζικής διακαναλικής αποβλάκωσης, το οργανωμένο σε κράτος ΠΑΣΟΚ πέτυχε να φτιάξει μια κοινωνία «κατ’ εικόνα και ομοίωση». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι «όλοι τρώγανε». Ο φουκαράς ο καθηγητάκος για παράδειγμα, δεν έφαγε τίποτα άλλο παρά ξύλο και «πόρτα» όταν του καταργήσανε την επετηρίδα ή από φούμαρα, όταν του τάζανε τα μυθικά 176 ευρώ της «επιδότησης». Είχε όμως τον θεσμό του «αιρετού». Όχι ως ελεγκτή της διοικητικής αυθαιρεσίας (ελάχιστοι τέτοιοι άνθρωποι ψηφίστηκαν, γενικά οι τίμιοι και αδέκαστοι θεωρούνταν κάτι σαν γραφικοί «ιεχωβάδες»), αλλά σαν «κολλητού» για «ώρα ανάγκης».
Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν εκμαύλισε την ίδια την έννοια του συνδικαλισμού σαν συλλογικής δράσης για τα εργασιακά δικαιώματα, μετατρέποντας την (μέχρι εκεί που του επιτρέψαμε) σε πεδίο συναλλαγής με την εξουσία και «συμμετοχικής διαφθοράς». Η συστηματική υποβάθμιση έως διάλυση των όποιων οργανωμένων παραγωγικών δομών στην πόλη και το χωριό και η αντικατάσταση τους από εύκολες και γρήγορες πηγές πλουτισμού (τόσο πιο εύκολες και τόσο πιο γρήγορες, όσο πιο κοντά βρισκόταν ο «τοπικός ΠΑΣΟΚος»), δηλαδή η Οικονομία του Τίποτα, ήταν η βάση για τον Πολιτισμό του Τίποτα.
Κάτι απίστευτοι τύποι ήταν τα best sellers των καναλιών. «Τενεκέδες ξεγάνωτοι», σαν τον Άδωνη Γεωργιάδη, βγήκαν από το γυαλί και έγιναν κεντρικά πρόσωπα της πολιτικής. Ακόμα πιο απίστευτοι ήταν οι τύποι και οι τύπισσες που πλάσαρε η «μουσική» βιομηχανία. Οι μακρινοί ήχοι της Σμύρνης, του Πειραιά, του Τσιτσάνη, του Μίκη και του Μάνου, που ήταν η πολιτισμική ταυτότητα του τόπου αυτού σε εποχές πολιτικής τρομοκρατίας, φτώχειας και αναλφαβητισμού, χάθηκαν μέσα στο «χαβαλέ» του Σκυλάδικου Τίποτα, στην εποχή της πασοκικής δημοκρατίας και του «ευδαιμονισμού».
Στην εποχή αυτή της μαζικής αποχαύνωσης, το «γήπεδο» (με την ευρεία έννοια) πρόσφερε πεδίο δυναμικής εκτόνωσης. Σε παλαιότερες εποχές, σωματεία σαν τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ αποτελούσαν «στοιχεία ταυτότητας», κοινής αναγνώρισης ανθρώπων της προσφυγιάς και του μεροκάματου. Στην πρόσφατη εποχή του απόλυτου Τίποτα, τα σύμβολα των ομάδων πρόσφεραν αλλοτριωμένα στοιχεία ταυτότητας, όχι σαν κοινά στοιχεία πολιτισμού, αλλά σαν στοιχεία ετεροκαθορισμού από τον «αντίπαλο»: Σαν σύμβολα βίαιας επικράτησης, μίσους και εκμηδενισμού του «αντίπαλου». Έτσι, ο ελληνικός χουλιγκανισμός δεν είχε το κοινωνικό στοιχείο της ανεργίας και της περιθωριοποίησης του βρετανικού χουλιγκανισμού της εποχής της Θάτσερ. Αλλά πολύ περισσότερο, το στοιχείο του κακομαθημένου «κωλοπαιδαρισμού» της πασοκικής κυριαρχίας.
Τα δυο αυτά πεδία, η «Νύχτα» και το «Γήπεδο», αποτέλεσαν προνομιακό πεδίο δράσης, κυριαρχίας και ξεπλύματος μαύρου χρήματος από τα κυκλώματα της Μαφίας (όπλα, λαθρεμπόριο, ναρκωτικά κλπ). Η κεντρική εξουσία, όχι μόνο δεν συγκρούστηκε με τα κυκλώματα αυτά, αλλά συνασπίστηκε μαζί τους. Οι εκάστοτε κυρίαρχοι του ποδοσφαίρου αυτή την περίοδο, είχαν προνομιακές σχέσεις με το ΠΑΣΟΚ. Μέσω των σχέσεων αυτών επέκτειναν τη δράση τους και σε νόμιμα πεδία, κυριαρχώντας και ανταποδίδοντας τις χάρες σε επίπεδο ψήφων. Διόρισαν δε και πολιτικούς τοποτηρητές τους μέσα στις κυβερνήσεις, όπως και οι ίδιοι δέχτηκαν διακεκριμένους πασόκους σε διοικητικές θέσεις των ομάδων τους.
Η τεχνητή κρίση των μνημονίων, σήμανε το βίαιο τέλος αυτής της εποχής. Έφερε ένα εξίσου βίαιο ανακάτεμα της τράπουλας σε επίπεδο τόσο κέντρων εξουσίας, όσο και οικονομικής κατάστασης όλων των στρωμάτων του πληθυσμού. Μόλις κατακάθισε λίγο ο κουρνιαχτός, βλέπουμε να έχει βγει στο προσκήνιο όλο το μαύρο σαράκι που κατέτρωγε τις ψυχές και τα μυαλά των Ελλήνων πολιτών το προηγούμενο διάστημα. Οι Κασιδιάρης, Μπέος, Μελισσανίδης, Μαρινάκης και πάει λέγοντας, δεν είναι γεννήματα της σημερινής εποχής, αλλά της προηγούμενης. Το σημερινό κύμα της κρίσης φέρνει στην επιφάνεια αυτό που υπήρχε και βαθμιαία κυριάρχησε. Το φέρνει ανοιχτά και απροκάλυπτα.
Ας υποθέσουμε ότι ο Μαρινάκης είναι ο πετυχημένος επιχειρηματίας, που θα φτιάξει τον Πειραιά κατά το πρότυπο του Ολυμπιακού. Ο ματωβαμένος Κασιδιάρης και ο Μπέος που «στάζει Μαφία» τι ακριβώς είναι; Ο πρώην φυγόδικος, νυν υπόδικος και ομοτράπεζος του Σαμαρά Μελισσανίδης, τι ακριβώς είναι; Δεν είναι σίγουρα η τιμωρία και η αλλαγή του παλιού πολιτικού κατεστημένου. Είναι η αντικατάστασή του στις νέες συνθήκες. Ο «ψευτοκουτσαβάκης» που ψήφιζε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ όλα αυτά τα χρόνια και που σήμερα ντρέπεται να το πει, στον Μπέο και στον Κασιδιάρη βλέπει ίσως και την τιμωρία του ΠΑΣΟΚ, που πρόδωσε την καλοπέρασή του. Βλέπει όμως και τον διάδοχο, που θα συνεχίσει την ίδια κατάσταση, «χώνοντάς» τον στη μάσα του αύριο. Μια μάσα, που δεν θα είναι πια «εθνική», αλλά ατομική. Που για να φάει απ’ αυτήν, πρέπει πρώτα να φάει τον διπλανό του και τον από κάτω του.
Έτσι, ο Έλληνας πολίτης βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με έναν διπλό φασισμό: Τον φασισμό των μνημονίων, που υπηρετούν οι πολιτικοί υπάλληλοι του χτες: Σαμαράδες και Βενιζέλοι. Και τον original ναζισμό του σήμερα, που εκφράζουν οι κάθε Κασιδιάρηδες και Μπέοι.
Η εποχή έχει πολλά κοινά στοιχεία με την περίοδο της παλιάς γερμανικής κατοχής. Και τότε (όπως και σήμερα) οι πολιτικοί και τα κυρίαρχα κόμματα της προηγούμενης περιόδου πρόδωσαν ανοιχτά τον ελληνικό λαό, έγιναν συνεργάτες και τοποτηρητές των γερμανών ναζί ή (στην καλύτερη περίπτωση) κρύφτηκαν μέσα στα βρακιά των Άγγλων φίλων τους, αφήνοντας τον κόσμο απροστάτευτο στην πείνα και στην εξόντωση. Ταυτόχρονα ένα κομμάτι προσκυνημένων από τα λαϊκά στρώματα, εγκλημάτησε ανοιχτά. Οι μαυραγορίτες πλούτισαν από το θάνατο και από την πείνα και οι ταγματασφαλίτες λήστεψαν, βίασαν, κάρφωσαν και εξόντωσαν άμαχο πληθυσμό, ντυμένοι με τη μαύρη στολή και τη σβάστικα. Τα σόγια των σημερινών πολιτικών και τραπεζιτών προέρχονται από τους μαυραγορίτες και τους ταγματασφαλίτες εκείνης της εποχής και η ιστορία διαιωνίζεται.
Σε μια άλλη χώρα, η αστική τάξη, (σαν «εθνικό σώμα») θα συναισθανόταν ίσως τον επελαύνοντα κίνδυνο του απόλυτου εκμαυλισμού και της αιματηρής βίας σαν κίνδυνο εθνικό και θα προσπαθούσε να προωθήσει κάποιον ελεγχόμενο από αυτήν συμβιβασμό. Η δουλική και αλήτικη άρχουσα τάξη της χώρας μας δεν λειτουργεί σαν ταξική ομάδα στο έδαφος ενός κατακτημένου πολιτισμού, παρά σαν ένας αχταρμάς αλητών πλιατσικολόγων, που αφήνουν τη χώρα στο απόλυτο έλεος των μαφιόζων και των κυρίαρχων ιμπεριαλιστών.
Και τότε, όπως και σήμερα, μοναδική δύναμη αντίστασης στη μαύρη λαίλαπα στάθηκε, το θέλουμε ή όχι, η Αριστερά. Και εδώ βρίσκεται η διαφορά:
Η Αριστερά του τότε, περιθωριακή και ολιγάριθμη, ήταν νέα ακμάζουσα, δυναμική, επαναστατική. Η Αριστερά του σήμερα, στο σύνολό της, πολύ πιο πολυάριθμη, είναι μια Αριστερά αποκοιμισμένη, αποχαυνωμένη και η ίδια από το μαξιλάρι της νομιμότητας, που της έδωσε αρχικά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και πολύ περισσότερο στη συνέχεια, από την κολακεία και τις σειρήνες του Συστήματος, από τα ανώδυνα «πεδία δράσης» που την ενσωμάτωσε το σύστημα ΠΑΣΟΚ. Είναι μια Αριστερά, που σταμάτησε να ρισκάρει, να αμφισβητεί και να αλλάζει πρώτα τον εαυτό της, να είναι πηγή νέων ιδεών και νέου πολιτισμού, να παράγει σύγχρονη θεωρητική σκέψη και κυρίως: σύγχρονη επί της ουσίας ανατρεπτική πολιτική. Είναι δηλαδή μια μακάρια Αριστερά, με αυτόματο πιλότο, που κοιτά σαν νάρκισσος τον εαυτό της. Και αυτός ο ναρκισσισμός γεννά στα πιο καθυστερημένα τμήματά της τον αυτοκαταστροφικό κανιβαλισμό, τη στιγμή που η ενότητά της είναι η πιο μεγάλη απειλή για το σύστημα, και ταυτόχρονα προβάλλει σαν «Εθνική Ανάγκη». Αυτό το βλέπει ή το διαισθάνεται ο λαός. Το βλέπουν όλοι οι άλλοι, εκτός από αυτήν.
Παρ’ όλα αυτά: Αυτή η Αριστερά είναι η μόνη που αντιστάθηκε, έστω με τον δικό της τρόπο, όλα αυτά τα χρόνια. Και κυρίως, είναι η μόνη που παθιασμένα αντιστέκεται και σήμερα. Και γι’ αυτό, είναι (δυστυχώς ή ευτυχώς) το μόνο όπλο στα χέρια μας.
Σήμερα βρισκόμαστε σε ένα ατσάλινο κλουβί, που οι δυο απέναντι τοίχοι του, ο φασισμός του συστήματος από τη μια και η ναζιστική μαφία από την άλλη, κινούνται κατά πάνω μας και δεν θα αργήσουν να μας συνθλίψουν. Μπροστά στα πόδια μας βρίσκεται πεσμένος ένας μοχλός. Λίγο σκουριασμένος αλήθεια, αλλά τίποτα άλλο αυτή τη στιγμή δεν έχουμε. Ας τον σηκώσουμε στα μπράτσα μας και ας τον βάλουμε ανάμεσα στις δυο συμπληγάδες. Δεν είναι καιρός για μεμψιμοιρίες. Ας κρατήσουμε ανοιχτό το φως, όσο μπορούμε, γιατί «αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών». Ο δρόμος για τη ελευθερία είναι δύσκολος κι ανηφορικός, αλλά είναι ο μόνος δρόμος για να λυτρώσουμε το σώμα μας, την ψυχή μας και το πνεύμα μας.
Χρειάστηκε μια μακρά περίοδος εκμαυλισμού, για να φτάσουμε στο σημείο αυτό. Ενός εκμαυλισμού, που μέσω της διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, απλώθηκε σαν επιθετικός καρκίνος σε όλο το σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Το «σοσιαλιστικό» ΠΑΣΟΚ πέτυχε να κοινωνικοποιήσει τη διαφθορά πολύ ευρύτερα από την παλιά δεξιά του χαφιέ, του τραμπούκου και της μίζας μέσα σε κλειστά κυκλώματα. Μέσω των κοινωνικά δικτυωμένων οργανώσεών του, του θεσμικού πλαισίου που έλεγχε και ελέγχει, των εργολαβιών δημόσιων έργων και παραγγελιών, της διαχείρισης των Εοκικών κονδυλίων και της μαζικής διακαναλικής αποβλάκωσης, το οργανωμένο σε κράτος ΠΑΣΟΚ πέτυχε να φτιάξει μια κοινωνία «κατ’ εικόνα και ομοίωση». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι «όλοι τρώγανε». Ο φουκαράς ο καθηγητάκος για παράδειγμα, δεν έφαγε τίποτα άλλο παρά ξύλο και «πόρτα» όταν του καταργήσανε την επετηρίδα ή από φούμαρα, όταν του τάζανε τα μυθικά 176 ευρώ της «επιδότησης». Είχε όμως τον θεσμό του «αιρετού». Όχι ως ελεγκτή της διοικητικής αυθαιρεσίας (ελάχιστοι τέτοιοι άνθρωποι ψηφίστηκαν, γενικά οι τίμιοι και αδέκαστοι θεωρούνταν κάτι σαν γραφικοί «ιεχωβάδες»), αλλά σαν «κολλητού» για «ώρα ανάγκης».
Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν εκμαύλισε την ίδια την έννοια του συνδικαλισμού σαν συλλογικής δράσης για τα εργασιακά δικαιώματα, μετατρέποντας την (μέχρι εκεί που του επιτρέψαμε) σε πεδίο συναλλαγής με την εξουσία και «συμμετοχικής διαφθοράς». Η συστηματική υποβάθμιση έως διάλυση των όποιων οργανωμένων παραγωγικών δομών στην πόλη και το χωριό και η αντικατάσταση τους από εύκολες και γρήγορες πηγές πλουτισμού (τόσο πιο εύκολες και τόσο πιο γρήγορες, όσο πιο κοντά βρισκόταν ο «τοπικός ΠΑΣΟΚος»), δηλαδή η Οικονομία του Τίποτα, ήταν η βάση για τον Πολιτισμό του Τίποτα.
Κάτι απίστευτοι τύποι ήταν τα best sellers των καναλιών. «Τενεκέδες ξεγάνωτοι», σαν τον Άδωνη Γεωργιάδη, βγήκαν από το γυαλί και έγιναν κεντρικά πρόσωπα της πολιτικής. Ακόμα πιο απίστευτοι ήταν οι τύποι και οι τύπισσες που πλάσαρε η «μουσική» βιομηχανία. Οι μακρινοί ήχοι της Σμύρνης, του Πειραιά, του Τσιτσάνη, του Μίκη και του Μάνου, που ήταν η πολιτισμική ταυτότητα του τόπου αυτού σε εποχές πολιτικής τρομοκρατίας, φτώχειας και αναλφαβητισμού, χάθηκαν μέσα στο «χαβαλέ» του Σκυλάδικου Τίποτα, στην εποχή της πασοκικής δημοκρατίας και του «ευδαιμονισμού».
Στην εποχή αυτή της μαζικής αποχαύνωσης, το «γήπεδο» (με την ευρεία έννοια) πρόσφερε πεδίο δυναμικής εκτόνωσης. Σε παλαιότερες εποχές, σωματεία σαν τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ αποτελούσαν «στοιχεία ταυτότητας», κοινής αναγνώρισης ανθρώπων της προσφυγιάς και του μεροκάματου. Στην πρόσφατη εποχή του απόλυτου Τίποτα, τα σύμβολα των ομάδων πρόσφεραν αλλοτριωμένα στοιχεία ταυτότητας, όχι σαν κοινά στοιχεία πολιτισμού, αλλά σαν στοιχεία ετεροκαθορισμού από τον «αντίπαλο»: Σαν σύμβολα βίαιας επικράτησης, μίσους και εκμηδενισμού του «αντίπαλου». Έτσι, ο ελληνικός χουλιγκανισμός δεν είχε το κοινωνικό στοιχείο της ανεργίας και της περιθωριοποίησης του βρετανικού χουλιγκανισμού της εποχής της Θάτσερ. Αλλά πολύ περισσότερο, το στοιχείο του κακομαθημένου «κωλοπαιδαρισμού» της πασοκικής κυριαρχίας.
Τα δυο αυτά πεδία, η «Νύχτα» και το «Γήπεδο», αποτέλεσαν προνομιακό πεδίο δράσης, κυριαρχίας και ξεπλύματος μαύρου χρήματος από τα κυκλώματα της Μαφίας (όπλα, λαθρεμπόριο, ναρκωτικά κλπ). Η κεντρική εξουσία, όχι μόνο δεν συγκρούστηκε με τα κυκλώματα αυτά, αλλά συνασπίστηκε μαζί τους. Οι εκάστοτε κυρίαρχοι του ποδοσφαίρου αυτή την περίοδο, είχαν προνομιακές σχέσεις με το ΠΑΣΟΚ. Μέσω των σχέσεων αυτών επέκτειναν τη δράση τους και σε νόμιμα πεδία, κυριαρχώντας και ανταποδίδοντας τις χάρες σε επίπεδο ψήφων. Διόρισαν δε και πολιτικούς τοποτηρητές τους μέσα στις κυβερνήσεις, όπως και οι ίδιοι δέχτηκαν διακεκριμένους πασόκους σε διοικητικές θέσεις των ομάδων τους.
Η τεχνητή κρίση των μνημονίων, σήμανε το βίαιο τέλος αυτής της εποχής. Έφερε ένα εξίσου βίαιο ανακάτεμα της τράπουλας σε επίπεδο τόσο κέντρων εξουσίας, όσο και οικονομικής κατάστασης όλων των στρωμάτων του πληθυσμού. Μόλις κατακάθισε λίγο ο κουρνιαχτός, βλέπουμε να έχει βγει στο προσκήνιο όλο το μαύρο σαράκι που κατέτρωγε τις ψυχές και τα μυαλά των Ελλήνων πολιτών το προηγούμενο διάστημα. Οι Κασιδιάρης, Μπέος, Μελισσανίδης, Μαρινάκης και πάει λέγοντας, δεν είναι γεννήματα της σημερινής εποχής, αλλά της προηγούμενης. Το σημερινό κύμα της κρίσης φέρνει στην επιφάνεια αυτό που υπήρχε και βαθμιαία κυριάρχησε. Το φέρνει ανοιχτά και απροκάλυπτα.
Ας υποθέσουμε ότι ο Μαρινάκης είναι ο πετυχημένος επιχειρηματίας, που θα φτιάξει τον Πειραιά κατά το πρότυπο του Ολυμπιακού. Ο ματωβαμένος Κασιδιάρης και ο Μπέος που «στάζει Μαφία» τι ακριβώς είναι; Ο πρώην φυγόδικος, νυν υπόδικος και ομοτράπεζος του Σαμαρά Μελισσανίδης, τι ακριβώς είναι; Δεν είναι σίγουρα η τιμωρία και η αλλαγή του παλιού πολιτικού κατεστημένου. Είναι η αντικατάστασή του στις νέες συνθήκες. Ο «ψευτοκουτσαβάκης» που ψήφιζε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ όλα αυτά τα χρόνια και που σήμερα ντρέπεται να το πει, στον Μπέο και στον Κασιδιάρη βλέπει ίσως και την τιμωρία του ΠΑΣΟΚ, που πρόδωσε την καλοπέρασή του. Βλέπει όμως και τον διάδοχο, που θα συνεχίσει την ίδια κατάσταση, «χώνοντάς» τον στη μάσα του αύριο. Μια μάσα, που δεν θα είναι πια «εθνική», αλλά ατομική. Που για να φάει απ’ αυτήν, πρέπει πρώτα να φάει τον διπλανό του και τον από κάτω του.
Έτσι, ο Έλληνας πολίτης βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με έναν διπλό φασισμό: Τον φασισμό των μνημονίων, που υπηρετούν οι πολιτικοί υπάλληλοι του χτες: Σαμαράδες και Βενιζέλοι. Και τον original ναζισμό του σήμερα, που εκφράζουν οι κάθε Κασιδιάρηδες και Μπέοι.
Η εποχή έχει πολλά κοινά στοιχεία με την περίοδο της παλιάς γερμανικής κατοχής. Και τότε (όπως και σήμερα) οι πολιτικοί και τα κυρίαρχα κόμματα της προηγούμενης περιόδου πρόδωσαν ανοιχτά τον ελληνικό λαό, έγιναν συνεργάτες και τοποτηρητές των γερμανών ναζί ή (στην καλύτερη περίπτωση) κρύφτηκαν μέσα στα βρακιά των Άγγλων φίλων τους, αφήνοντας τον κόσμο απροστάτευτο στην πείνα και στην εξόντωση. Ταυτόχρονα ένα κομμάτι προσκυνημένων από τα λαϊκά στρώματα, εγκλημάτησε ανοιχτά. Οι μαυραγορίτες πλούτισαν από το θάνατο και από την πείνα και οι ταγματασφαλίτες λήστεψαν, βίασαν, κάρφωσαν και εξόντωσαν άμαχο πληθυσμό, ντυμένοι με τη μαύρη στολή και τη σβάστικα. Τα σόγια των σημερινών πολιτικών και τραπεζιτών προέρχονται από τους μαυραγορίτες και τους ταγματασφαλίτες εκείνης της εποχής και η ιστορία διαιωνίζεται.
Σε μια άλλη χώρα, η αστική τάξη, (σαν «εθνικό σώμα») θα συναισθανόταν ίσως τον επελαύνοντα κίνδυνο του απόλυτου εκμαυλισμού και της αιματηρής βίας σαν κίνδυνο εθνικό και θα προσπαθούσε να προωθήσει κάποιον ελεγχόμενο από αυτήν συμβιβασμό. Η δουλική και αλήτικη άρχουσα τάξη της χώρας μας δεν λειτουργεί σαν ταξική ομάδα στο έδαφος ενός κατακτημένου πολιτισμού, παρά σαν ένας αχταρμάς αλητών πλιατσικολόγων, που αφήνουν τη χώρα στο απόλυτο έλεος των μαφιόζων και των κυρίαρχων ιμπεριαλιστών.
Και τότε, όπως και σήμερα, μοναδική δύναμη αντίστασης στη μαύρη λαίλαπα στάθηκε, το θέλουμε ή όχι, η Αριστερά. Και εδώ βρίσκεται η διαφορά:
Η Αριστερά του τότε, περιθωριακή και ολιγάριθμη, ήταν νέα ακμάζουσα, δυναμική, επαναστατική. Η Αριστερά του σήμερα, στο σύνολό της, πολύ πιο πολυάριθμη, είναι μια Αριστερά αποκοιμισμένη, αποχαυνωμένη και η ίδια από το μαξιλάρι της νομιμότητας, που της έδωσε αρχικά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και πολύ περισσότερο στη συνέχεια, από την κολακεία και τις σειρήνες του Συστήματος, από τα ανώδυνα «πεδία δράσης» που την ενσωμάτωσε το σύστημα ΠΑΣΟΚ. Είναι μια Αριστερά, που σταμάτησε να ρισκάρει, να αμφισβητεί και να αλλάζει πρώτα τον εαυτό της, να είναι πηγή νέων ιδεών και νέου πολιτισμού, να παράγει σύγχρονη θεωρητική σκέψη και κυρίως: σύγχρονη επί της ουσίας ανατρεπτική πολιτική. Είναι δηλαδή μια μακάρια Αριστερά, με αυτόματο πιλότο, που κοιτά σαν νάρκισσος τον εαυτό της. Και αυτός ο ναρκισσισμός γεννά στα πιο καθυστερημένα τμήματά της τον αυτοκαταστροφικό κανιβαλισμό, τη στιγμή που η ενότητά της είναι η πιο μεγάλη απειλή για το σύστημα, και ταυτόχρονα προβάλλει σαν «Εθνική Ανάγκη». Αυτό το βλέπει ή το διαισθάνεται ο λαός. Το βλέπουν όλοι οι άλλοι, εκτός από αυτήν.
Παρ’ όλα αυτά: Αυτή η Αριστερά είναι η μόνη που αντιστάθηκε, έστω με τον δικό της τρόπο, όλα αυτά τα χρόνια. Και κυρίως, είναι η μόνη που παθιασμένα αντιστέκεται και σήμερα. Και γι’ αυτό, είναι (δυστυχώς ή ευτυχώς) το μόνο όπλο στα χέρια μας.
Σήμερα βρισκόμαστε σε ένα ατσάλινο κλουβί, που οι δυο απέναντι τοίχοι του, ο φασισμός του συστήματος από τη μια και η ναζιστική μαφία από την άλλη, κινούνται κατά πάνω μας και δεν θα αργήσουν να μας συνθλίψουν. Μπροστά στα πόδια μας βρίσκεται πεσμένος ένας μοχλός. Λίγο σκουριασμένος αλήθεια, αλλά τίποτα άλλο αυτή τη στιγμή δεν έχουμε. Ας τον σηκώσουμε στα μπράτσα μας και ας τον βάλουμε ανάμεσα στις δυο συμπληγάδες. Δεν είναι καιρός για μεμψιμοιρίες. Ας κρατήσουμε ανοιχτό το φως, όσο μπορούμε, γιατί «αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών». Ο δρόμος για τη ελευθερία είναι δύσκολος κι ανηφορικός, αλλά είναι ο μόνος δρόμος για να λυτρώσουμε το σώμα μας, την ψυχή μας και το πνεύμα μας.
Χρήστος Χατζηχρήστος/alfavita.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου