Όπως δε διδασκόμαστε από τα προσωπικά μας λάθη, δε διδασκόμαστε ούτε από τα ιστορικά λάθη. Μέρος της κοινωνίας εμφανίζει επιλεκτική μνήμη σε σχέση με τους αγώνες του λαού, τους ηρωισμούς, τις τραγωδίες, τις επιθέσεις της άρχουσας τάξης και του διεθνούς ιμπεριαλισμού, ενώ ένα άλλο μέρος εμφανίζει συμπτώματα αμνησίας.
Η σχετική (και ίσως ευκαιριακή) δημοτικότητα της Χρυσής Αυγής στηρίζεται σ’ αυτή την αμνησιακή εξασθένηση που συνοδεύεται από έλλειψη στοιχειώδους αγωγής. Κι ενώ οι κομμουνιστές ετοιμάζονται να γιορτάσουν τα εβδομηντάχρονα του Γοργοποτάμου –με τις γνωστές θρησκευτικές τελετουργίες, το ρίγος της υπερηφάνειας και τη θρηνολογία για ένα παρόν που υποτίθεται ότι επιδεινώνεται στο διηνεκές–, οι φασίστες περιφέρονται στον κόσμο, όπως περιφέρονταν πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Περιφέρονται ελεύθεροι, σαν να μην ευθύνονται για τη μεγαλύτερη καταστροφή που απείλησε τα θεμέλια της ανθρωπότητας.
Τα αίτια και οι αφορμές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είναι ένα σύνθετο ζήτημα που παραμένει επίκαιρο, εφόσον η ανθρώπινη φύση, οι τρόποι λειτουργίας της συλλογικής συνείδησης και των εξουσιών δεν έχουν αλλάξει ριζικά. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 τα μεγάλα δυτικά κράτη δεν κατανοούσαν το περιεχόμενο του ναζισμού· γι’ αυτό υποτίμησαν τον κίνδυνο. Στην αρχή, έβλεπαν τον ναζισμό σαν αντιστάθμισμα για τον κομμουνισμό ή και σαν σύμμαχο στον παραδοσιακό αντισημιτισμό. Ωστόσο, δεν άργησε να γίνει φανερό ότι ο Χίτλερ θα στρεφόταν, τόσο εναντίον της Δύσης, όσο και της Ανατολής. Υπό αυτή την έννοια, η δεξιά –λαϊκή και αστική– έχει επαναλάβει ένα παλιό λάθος: επέτρεψε την εμφάνιση δεξιών ακροτήτων με τη γνωστή συμπεριφορά της ουδετερότητας (από τη μία πλευρά) και της παράλογης εξίσωσης «Ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Αλλά, για μια ακόμη φορά, τα πράγματα δεν λειτουργούν έτσι.Στις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Βρετανία, ούτε η Γαλλία (η οποία μάλιστα είχε ισχυρή αριστερά) έκαναν σοβαρές προσπάθειες να αναχαιτίσουν το Χίτλερ. Αρχικά η Σοβιετική Ένωση δοκίμασε να απομονώσει τη Γερμανία και στη συνέχεια υπέγραψε το σύμφωνο μη επίθεσης, το οποίο ο Χίτλερ παραβίασε, εισβάλλοντας στην Πολωνία. Με τη χρονική απόσταση, οι προπολεμικοί ηγέτες των μεγάλων χωρών μάς φαίνονται σήμερα, είτε αφελείς, είτε εγκληματικοί. Το ίδιο μάς φαίνονται και οι σημερινοί ηγέτες.
Κατά πρώτον, η ιστορία μάς δείχνει ότι δεν πρέπει να υποτιμάμε την ορμή του όχλου: οι ναζιστικές οργανώσεις απευθύνονται σε πολιτικά αμαθείς μάζες που διαπνέονται από έμμονες ιδέες. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που ο Στάλιν, παρότι παρακολουθούσε την άνοδο του ναζισμού, άργησε να αντιληφθεί την απειλή του. Ο Στάλιν, όπως η δική μας άκρα αριστερά, δεν κατανοούσε τη βαρύτητα της δημοκρατίας και δεν είχε καμιά δημοκρατική ευαισθησία: γι’ αυτό υποτίμησε τον αντίκτυπο του ναζισμού ως φαινόμενο πολιτικό και πολιτισμικό· τον αντιμετώπισε μόνο σε επίπεδο εδαφικό, μόνον όταν απειλήθηκαν τα σύνορα της χώρας του. Κατά δεύτερον, η ιστορία μάς δείχνει ότι η πολιτισμική κατάπτωση είναι ο χειρότερος εχθρός όχι μόνο της δημοκρατίας αλλά της ίδιας της ειρήνης.
Στην Ελλάδα παρατηρείται πολιτισμική κατάπτωση: πλήθος παραγόντων έχουν οδηγήσει σε έναν καινούργιο αναλφαβητισμό που μοιάζει πολύ σκοτεινότερος από εκείνον της υπογραφής Χ του χωρικού της δεκαετίας του 1950. Επιπλέον, οι θεσμοί είναι τόσο διαβρωμένοι, ώστε η αλήθεια έχει διαρκώς δύο πρόσωπα. Δεν υπάρχει δημοκρατικό ήθος που να υπαγορεύει τι είναι δίκαιο, τι είναι άδικο, τι είναι νόμιμο, τι είναι παράνομο. Ο καθένας προβάλλει το δικό του δίκιο, το δικό του νόμο, τους δικούς του κανόνες. Το να προκαλείς καταστροφές στην πόλη, στο πανεπιστήμιο, στο σχολείο είναι αποδεκτό αν είσαι αγανακτισμένος κι αν ανήκεις στο μέτωπο των αδυνάτων· το να δείχνεις ανυπακοή στο «σύστημα» θεωρείται αρετή και τόλμη. Αυτές οι παραμορφώσεις –οι οποίες ευθύνονται για τη χρεοκοπία μας–προεκτείνονται και διαχέονται τώρα από την άκρα αριστερά προς την άκρα δεξιά: εφόσον απουσιάζει το δημοκρατικό ήθος, διευκολύνεται η ολίσθηση από το ένα άκρο στο άλλο.
Το πολιτικό σύστημα που εξέθρεψε τις ναζιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα (μέσω της «ολικής» πολιτικής, όπως είναι η πολιτική της παιδείας, καθώς και μέσω επιμέρους χονδροειδών σφαλμάτων όπως είναι η έλλειψη μεταναστευτικής πολιτικής) είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο που εξέθρεψε π.χ. την Κου Κλουξ Κλαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Κου Κλουξ Κλαν βασίζεται στο πρόσφατο παρελθόν της δουλείας σε μια κοινωνία που πασχίζει να γίνει πλουραλιστική – κι αποτελεί ένα ιστορικό υπόλειμμα. Η Χρυσή Αυγή βασίζεται στην αποδέσμευση από το οργανωμένο κράτος, στην απόσπαση από τη δημοκρατική κοινωνία στην οποία ένα υπολογίσιμο κομμάτι του πληθυσμού δεν πίστεψε ποτέ: οι Έλληνες απαιτούν «ελευθερία» για τον εαυτό τους, δεν απαιτούν δημοκρατία. Αυτές οι έννοιες δεν είναι ταυτόσημες, συχνά μάλιστα είναι αντιθετικές.
Ωστόσο, η ψυχολογική βάση των ακροδεξιών οργανώσεων είναι κοινή: το κυρίαρχο αίσθημα είναι ο φόβος – ο φόβος για τη μόλυνση της φυλής, ο φόβος για την επέλαση των βαρβάρων. Η ιστορία μάς διδάσκει ότι η βαρβαρότητα είναι πειρασμός. Πρόκειται για μια «φυσική» κατάσταση η οποία εμποδίζεται μέσω των νόμων. Όσο για τους βαρβάρους, αποτελούν μια οντότητα που κατασκευάζεται και που, στη συνέχεια, αποκτά υλική βάση, ενώ τίθεται το ερώτημα της κότας και του αυγού. Τέλος, οι ναζιστικές οργανώσεις δεν διαθέτουν «ιδέες» ώστε να αντιμετωπιστούν μέσω άλλων, ισχυρότερων και ελκυστικότερων, ιδεών: πρόκειται για ομάδες που παραβιάζουν τους νόμους του κράτους απορρίπτοντας το κοινοτικό ιδεώδες.
Ωστόσο, για να εφαρμοστούν οι νόμοι του κράτους έναντι αυτών των ομάδων, πρέπει να εφαρμοστούν για όλους. Ούτε η επιλεκτική μνήμη, ούτε η αμνησία μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη εφαρμογή και την υπέρβαση των νόμων.
Το ναζιστικό και το σταλινικό φαινόμενο δεν ήταν αποτελέσματα αμείλικτων νομοτελειών: ήταν αποτελέσματα μιας παθολογικής ποικιλίας που μπορεί –και πρέπει– να αντιμετωπίζεται, προτού προξενήσει μεγάλες καταστροφές, όπως πόλεμο, διάλυση, κοινωνία καψυποψίας και ενοχής.
Σώτη Τριανταφύλλου/www.athensvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου