Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

"Ὅταν γεννιέται ὁ ἔρωτας, γεννιέται ἡ ζωή..."


ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ σημάδι ἀμοιβαιότητας ἀναδύεται ἡ ἀμετρία τῆς εὐφροσύνης. Γεννιέται ἡ πιὸ μεθυστικὴ γεύση πληρότητας τῆς ζωῆς. Εἶναι ὁ σύμπας κόσμος ποὺ προσφέρεται στὸ βλέμμα, στὸ χαμόγελο τοῦ Ἄλλου. Ἀποκαλυπτικὴ ἔκρηξη μεταμόρφωσης τοῦ βίου, κι ὁ Ἄλλος γίνεται τόπος αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης. Ὅλα ἔκπληξη κι ὅλα καινούργια. Ἀμοιβαιότητα στὸν ἔρωτα εἶναι ἡ πρωτόπλαστη αἴσθηση τὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας.

Ψηλαφῶ στὸ ἀγαπημένο βλέμμα, γιὰ πρώτη φορά, τί εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ματιά. Στὸ χάδι συλλαβίζω τὴν ἄγνωστη γλώσσα τῆς ἁφῆς. Κάθε ἐλάχιστη χειρονομία, ἀνεπαίσθητη κίνηση τοῦ κορμιοῦ, κάθε ἀδιόρατο χαμόγελο, εἶναι λόγος πρωτόγνωρος, συναρπαστικὰ σημαντικός. Κάθε τι ποὺ ἀγγίζουμε μαζί, κάθε ὀμορφιὰ ποὺ κοιτάζουμε μαζί, κάθε τι ποὺ γευόμαστε, γεννιέται ἐκείνη τὴ στιγμή, καινούργιο καὶ ἄφθορο. Δὲν ὑπάρχουν ἀντι-κείμενα, ὅλα εἶναι παρουσία, προσφορὰ ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα, προορισμένη μόνο γιὰ μένα. Ὅλα παίρνουν ὑπόσταση καὶ εἶναι ὑπαρκτά, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Ἄλλος. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα καὶ αὐτονόητα γίνονται ἀναπάντεχα δῶρα.


Ὅταν γεννιέται ὁ ἔρωτας, γεννιέται ἡ ζωή. Ἔκθαμβοι ψηλαφοῦμε τὴν ἔνδεια τοῦ βίου νὰ μεταμορφώνεται σὲ πλοῦτο ἀπρόσμενο ζωῆς. Καθημερινὲς στιγμὲς ρουτίνας, μεταλλάζουν σὲ ἐμπειρία γιορτῆς, γιατὶ ἡ καθημερινότητα σαρκώνει τώρα τὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Οὔτε χρόνος ὑπάρχει μὲ παρελθὸν καὶ μέλλον, οὔτε χῶρος, ἐγγύτερος καὶ ἀπώτερος. Ὁ χρόνος εἶναι μόνο παρόν, κι ὁ χῶρος μόνο ἀμεσότητα παρουσίας. Χῶρος ἀχώρητος ἡ ἀδιάστατη ἐγγύτητα τοῦ Ἄλλου, καὶ ἄχρονος χρόνος ἡ πληρωματικὴ διάρκεια τῆς ἀμοιβαίας αὐτοπροσφορᾶς.

Στὸ πρῶτο σημάδι ἀμοιβαιότητας ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Ἄλλος, ἐπενδύουμε ὅλη τὴ φυσική μας ὁρμὴ γιὰ ζωή. Δίχως κρατούμενα καὶ δίχως μέτρο. Ζοῦμε μόνο γιὰ τὸν Ἄλλον καὶ χάρη στὸν Ἄλλον. Τὰ δίνουμε ὅλα, τὰ παίζουμε ὅλα. Κάθε ἐξασφάλιση, κάθε σιγουριά. Τοὺς δεσμοὺς καὶ τὶς ὀφειλές μας. Τὸ καλό μας ὄνομα, τὸ κύρος ἢ τὴ φήμη μας. Τὰ σχέδιά μας, τὶς ἐλπίδες μας. Ἕτοιμοι γιὰ ὅλα, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ θάνατο, γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπημένου.



Η «ΒΛΑΒΗ» ἔρχεται ἀναπάντεχα. Ὅμως ἔρχεται πάντοτε μιὰ «βλάβη» νὰ ἀνακόψει τὴ λειτουργία τοῦ θαύματος. Γλυστράει ἀδιόρατα μέσα στὴ ζωή, σὰν τὸ φίδι στὰ φυλλώματα τοῦ παραδείσου.

Κάποια ἀσήμαντη ἀστοχία τοῦ Ἄλλου, κάποια παράλειψη, μιὰ ἀνεπάρκεια στὴ συμπεριφορά, μιὰ ὑστερόβουλη κίνηση, μιὰ ἐλειπτικὴ ἀνταπόκριση στὴ δική μου δίψα. Καὶ ἀνοίγουν ξαφνικὰ τὰ μάτια μου στὴν ἀντίστροφη ἀποκάλυψη: Ὁ Ἄλλος βρίσκεται ἀπρόσμενα σὲ ἀπόσταση, ὑποταγμένος σὲ χῶρο καὶ χρόνο. Εἶναι μακριά, καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἦταν. Σὲ σχέση μὲ τὸν δικό μου πόθο γιὰ ζωή, μοιάζει λιγοστός, ἄτολμος, φειδωλός. Καὶ μαζί του μικραίνουν ὅλα ξαφνικά, ξαναγίνονται ἀντι-κείμενα προκλητικὰ γιὰ μετρήσεις καὶ ὑπολογισμούς.

Ἂν εἴχαμε πραγματικὰ ἀγαπήσει -ἂν μᾶς εἶχε χαριστεῖ κάποια ἐλάχιστη πραγματικὴ αὐτοπαραίτηση- ἴσως στὴν πρώτη ρήξη νὰ διακρίνουμε κάτι καὶ ἀπὸ τὰ δικά μας ὑστερήματα. Στὴν καινούργια τώρα ἔκπληξη τῆς ἀπόστασης ἀνακαλύπτουμε μὲ δέος καὶ πλῆθος δικές μας ἀστοχίες, λαθεμένες ἐκφράσεις τοῦ πόθου, ὑστεροβουλίες, ἐλλείψεις ἀνταπόκρισης στὴ δίψα τοῦ Ἄλλου. Καὶ μοιάζει ἀπίστευτο. Αὐτὸς ἦταν λοιπὸν ὁ ἔρωτάς μου; Ἄφησα τόσο κενὸ μοναξιᾶς στὴν ψυχὴ τοῦ Ἄλλου, ποὺ ἄμετρα ἀγαπῶ καὶ ποθῶ; Εἶναι τελικὰ ἀδιαπέραστο τὸ τεῖχος ποὺ ὀρθώνει ἀνάμεσα στοὺς ἐρωτευμένους ὁ τρόπος τῆς φύσης, ἡ θωράκιση τοῦ ἐγώ;


Ὅμως τὸ πιὸ συνηθισμένο εἶναι νὰ μὴ βλέπουμε μέσα μας κανένα ψεγάδι. Τὸν ἔρωτα τὸν προδίνει μόνο ὁ Ἄλλος. Ἔβαλε λιγότερα στὸ παιχνίδι -σὲ σχέση μὲ τὸ τί προσφέρει, ἀπολαμβάνει περισσότερα. Ἀρχίζω νὰ μετράω, νὰ λογαριάζω. Καὶ οἱ λογαριασμοὶ μὲ βγάζουν πάντα ἀδικημένο, ἄρα δικαιοῦμαι νὰ ἀντιδρῶ, νὰ μεμψιμοιρῶ, νὰ γίνομαι ἐπιθετικός, νὰ μεταλλάζω τὴν προδομένη μου στοργὴ σὲ ἀπαίτηση.

Κι ἂν ὁ Ἄλλος ἀντιδράσει μὲ τὶς δικές του μετρήσεις καὶ τοὺς δικούς του λογαριασμούς, τότε ἡ ρήξη εἶναι ἄγρια, θηριώδης. Δὲν παίζονται συμφέροντα βιοτικά, παίζεται ἡ ζωή -ὅλα ἢ τίποτα. Ἀκόμα κι ἂν ὁ Ἄλλος ἀποτραβηχτεῖ σιωπηλὸς στὴ θλίψη του, ἀφήσει ἔκθετες τὶς πληγές του, δὲν ἔχω μάτια νὰ δῶ, δὲν μπορῶ νὰ πονέσω γιὰ τὴν ὀδύνη του, ἐξακολουθῶ νὰ μετράω μόνο τὴ δική μου. Δὲν ἔχει δίκιο νὰ εἶναι θλιμμένος, μόνο ἐγὼ ἔχω αὐτὸ τὸ δίκιο.



Στὴν πρώτη αἴσθηση τῆς ρήξης ὁ ἔρωτας γίνεται μιὰ ἀπελπισμένη ἐπιθετικότητα. Ἀναμοχλεύει τὸ παρελθόν, ἀναξέει πληγές, βυθίζει ἀνελέητα τὸ μαχαίρι στὴ μνήμη. Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ ἀποτυχία μου νὰ ζήσω, εἶναι ἡ ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μου, ἡ κόλασή μου. Ἴσως παλεύει κι αὐτός, σφαδάζει, ζεῖ τὴ δική του παγερὴ μοναξιά. Κάποια ἐλάχιστη τρυφεράδα ἀπὸ μένα, ἕνα χάδι καὶ πάλι, ἕνας λόγος γλυκός, θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀναστήσει. Μὰ ἐγὼ στὸ πρόσωπό του βλέπω μόνο τὸ δικό μου κενό, καὶ τὰ μόνα λόγια τῆς καρδιᾶς εἶναι τὸ παράπονό μου: Ἐμένα ποιός μὲ ρωτάει, ποιός μετράει τὴ δική μου ἀνάγκη καὶ ὀδύνη;

Δὲν ὑπάρχει ὀδύνη καὶ πίκρα πιὸ βασανιστικὴ ἀπὸ τὴ ἀντιμαχία ἀνθρώπων ποὺ πίστεψαν πὼς ἦταν ἀμοιβαῖα καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἐρωτευμένοι. Ἀντιμαχία πάντοτε παράλογη, ὅμως μὲ ὅπλο στὴ θηριώδη ἀναμέτρηση πάντοτε τὴ λογική. Ὁ καθένας μὲ τὴ δική του  τετράγωνη λογική, ἀράγιστη καὶ ἀμετακίνητη στὶς βεβαιότητές της.

Σὲ αὐτὸ τὸν σπαραγμὸ ὁδηγεῖται νομοτελειακὰ κάθε ἔρωτας. Δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀπο-γοήτευση -τὸ τέλος τῆς γοητείας ποὺ ἀσκοῦσε πάνω μας ἡ ψευδαίσθηση τῆς πληρωματικῆς σχέσης. Εἶναι ἡ ἀσυνείδητη πίκρα γιὰ τὸ ἀνέφικτο τῆς ζωῆς, ἡ ἀπελπισία γιὰ τὸ ἀκατόρθωτο τῆς ἀμοιβαίας ὁλοκληρωτικῆς αὐτοπροσφορᾶς, ποὺ συνιστᾶ τὴ ζωή. Ἐρωτευόμαστε σὰν τὶς χελῶνες, θωρακισμένοι ἀνεπίγνωστα στὸ ἄθραυστο κέλυφος τῆς θνητότητας, δηλαδὴ τοῦ ἐγώ. Ζοῦμε τὸ θαῦμα τοῦ ἔρωτα ὁ καθένας ἀπὸ μόνος του, ὁ Ἄλλος εἶναι μόνο ἡ ἀφορμή. Ὥσπου νὰ συντριβοῦν οἱ ἀσύμπτωτοι πόθοι μας πάνω στὰ ἀράγιστα κελύφη.



ΞΕΡΟΥΜΕ τί θέλουμε στὸν ἔρωτα, μοιάζει νὰ μὴν ξέρουμε τί μποροῦμε. Θέλουμε: Ἀδιάπτωτη πάντοτε τὴ γοητεία τοῦ Ἄλλου, τὰ χαρίσματά του ἀμετάλλαχτα, πάντοτε νὰ προκαλοῦν τὸ πάθος τῆς ἀγάπης μας. Θέλουμε: Νὰ μᾶς ἀγαπάει ἀπεριόριστα, δίχως ὑφέσεις, καὶ νὰ μᾶς ἀγαπάει ὅπως εἴμαστε. Νὰ ἀγαπάει καὶ τὰ λάθη μας, τὶς ἀστοχίες καὶ παραλείψεις μας. Νὰ ἀγαπάει, ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀνέχεται, ἀκόμα καὶ τὴ θωράκιση τοῦ ἐγώ μας.

Ἡ λογική μας ὀρθή, ἡ μονόδρομη φορά της τὴν ὑπονομεύει. Σίγουρα, ὁ ἔρωτας τοῦ Ἄλλου εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ συντριβεῖ ἡ θωράκιση τοῦ δικοῦ μου ἐγώ. Τὰ τείχη τῆς αὐτοάμυνας καταρρέουν ἀπὸ μόνα τους, ὅταν ὁ Ἄλλος μὲ ἀποδέχεται δίχως ἀντιστάσεις δικῆς του θωράκισης. Ὅταν δὲν σκοντάφτω οὔτε στὸ δίκιο του, οὔτε στὴ λογική του, οὔτε στὴν ἐξυπνάδα του, οὔτε στὶς ἀρετές του, οὔτε στὶς ἀνάγκες του.

Ἡ ἐρωτικὴ ἀπαίτηση δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ μέτριο, τὸ μερικὸ καὶ ἀποσπασματικό. Στοχεύει στὴ ζωή, δηλαδὴ στὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Ὁ Ἄλλος νὰ δίνει, προτοῦ ζητήσουμε- νὰ μὴν μᾶς φέρει οὔτε μιὰ φορὰ στὴ θέση τοῦ ζήτουλα, νὰ μὴν μᾶς ταπεινώσει ποτὲ γιὰ τὴν ἀνάγκη ἢ τὴ δίψα μας. Νὰ εἶναι αὐτὸς πάντα παράφορος, νὰ κάνει πάντα αὐτὸς τὸ πρῶτο βῆμα, νὰ μὴν εἶναι ποτὲ κουρασμένος, θλιμμένος, ἀδιάφορος. Τὰ θέλουμε ὅλα αὐτά, μὰ τὰ θέλει ὁ καθένας μας γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καὶ τὰ ἀπαιτεῖ στὸ ὄνομα τοῦ ἔρωτα, γιὰ νὰ καθίσει τὸν ἄλλον στὸ σκαμνί, νὰ τοῦ ἐπιτεθεῖ, νὰ τὸν κατατροπώσει. Ἐσὺ λὲς πὼς μὲ ἀγαπᾶς; Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀγάπη σου;

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας παίζει τὸ παιχνίδι τῆς ἰδιοτέλειας μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σπουδάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς στὴν ἀπάτη τοῦ ἔρωτα. Δὲν ὑπάρχει ἔρωτας ποὺ νὰ μὴν περνάει ἀπὸ φάσεις θυσιαστικῆς αὐταπάρνησης καὶ ὁλοκληρωτικῆς αὐτοπροσφορᾶς. Φάσεις ὄντως ζωῆς, ποὺ γίνονται ὅπλα τῆς φύσης γιὰ νὰ κερδίσει τὸν Ἄλλον, νὰ τὸν ἰδιοποιηθεῖ, νὰ τὸν κατέχει. Μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα περιχαρακώνει τὸ δίκιο της, φτιάχνει ὁρμητήρια γιὰ νὰ ἐπιτεθεῖ, ὅταν ὁ Ἄλλος ἀρχίσει νὰ ἀποκαλύπτεται στὴ δική του αὐτονομία, στὴ δική του φυσικὴ ἀπαίτηση.


Ὁ ἔρωτας εἶναι ἢ ἀμοιβαῖα θυσιαστικός, ἢ σπαραγμὸς καὶ ρήξη - συμβιβασμὸς δὲν ὑπαρχει. Ἡ συμβατικὴ ἀνοχὴ δὲν συντηρεῖ τὸν ἔρωτα, οὔτε ὁ μαζοχισμὸς τῆς καρτερίας. Ὁ συμβιβασμὸς εἶναι μόνο ἀνελπιστία. Ἀντίθετα, ἡ ρήξη τρέφει τὴν ἐλπίδα γιὰ ἕνα ἑπόμενο θαῦμα ποὺ θὰ διαρκέσει. Ὁ ἑπόμενος Ἄλλος θὰ μὲ ἀποδεχθεῖ δίχως κρατούμενα, θὰ μὲ ἐρωτευθεῖ δίχως ὅρια.  
Γι᾿ αὐτὸ χρειάζομαι τὴ ρήξη, βίαιη καὶ ἀνυποχώρητη. Γιὰ νὰ μὲ ἀποκαταστήσει ἀκέραιον στὴν παρθενία τῆς ἀναμονῆς. Κι ὅταν ὁ ἑπόμενος Ἄλλος ἐμφανιστεῖ, τὸ παιχνίδι ξαναρχίζει παγιδευμένο στὰ ἴδια γρανάζια τῆς ἀδυσώπητης φύσης μας.

Συχνὰ δὲν ἔχει τελειώσει ὁ ἕνας «δεσμός», ὅταν ἀρχίζει ὁ πειραματισμὸς γιὰ τὸν ἑπόμενο. Μὲ εἰλικρίνεια ἀναζήτησης - ὄχι γιὰ ἐπιπόλαια παιχνίδια ἐφήμερων ἱκανοποιήσεων. Ποντάρω γιὰ τὴ ζωή, δὲν γίνεται νὰ παραιτηθῶ. Ἔστω καὶ μὲ τὴ γεύση τοῦ ἀνέφικτου, προχωρῶ στὴν ἑπόμενη δοκιμή, μὲ ἀνοιχτὴ καὶ αἱμάσσουσα τὴν προηγούμενη ρήξη. Τὴν χρειάζομαι αὐτὴ τὴ ρήξη γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν συντηρῶ μὲ ἀμείωτη ἐπιθετικότητα. Πρέπει νὰ φταίει ὁπωσδήποτε ὁ Ἄλλος ποὺ ἐγὼ ἀρχίζω καινούργιους πειραματισμούς, αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχει τὴν εὐθύνη, ἀλλιῶς δὲν δικαιώνονται οἱ πειραματισμοί μου. Ἡ ἐπιθετικότητα, ἡ συντήρηση τῆς ρήξης, μοῦ προσπορίζει βεβαιότητες παρθενικῆς ἑτοιμότητας γιὰ τὴν ἑπόμενη ἀπόπειρα «δεσμοῦ».


Κάθε καινούργιο ἐρωτικὸ ξεκίνημα, καὶ μιὰ καινούργια εὐφροσύνη αὐταπάτης. Ὅλα μεταμορφώνονται καὶ πάλι, ἡ καθημερινότητα μοιάζει καὶ πάλι γιορτή. Μοιάζει, γιατὶ ἀπὸ κάποια ἀδιόρατη γωνιὰ μορφάζει τώρα ἡ πείρα τοῦ ἀνέφικτου. Ὅλα ξαναγίνονται ρίγος γιορτῆς, μὰ ἡ γιορτὴ δὲν εἶναι πιὰ ἔκπληξη, εἶναι τέντωμα ἀναμονῆς. Πόσο θὰ ἀντέξει ὁ καινούργιος Ἄλλος νὰ εἶναι «συνοδός μου καὶ θεός μου», πόσο θὰ κρατήσει ἡ γιορτὴ πάνω στὸ τεντωμένο σχοινί. Κι ὅταν ἡ ἔνταση σπάσει καὶ πάλι, καὶ γίνει ὁ ἔρωτας ἄλλη μιὰ φορὰ ἀντιδικία γιὰ τὸ δίκιο μου καὶ τὸ δίκιο σου, γιὰ τὸ φταίξιμό σου καὶ τὴν ὀδύνη μου, τότε μιὰ ἀκόμα φυγὴ σὲ καινούργια ἐρωτικὴ σχέση θὰ δώσει καὶ πάλι τὴν ἐλπίδα, πὼς ὅλα μποροῦν αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ εἶναι μόνιμα καὶ ἀμετάθετα. Σισύφεια σταύρωση στὸν πόθο τῆς ζωῆς.

Ἐπιδόσεις Σισύφων, βασανισμοὶ παραλλαγῶν σε μιαν ἀτέρμονη διαδοχὴ ἀπὸ καινούργια πάντοτε ἐρωτικὰ ξεκινήματα. Οἱ ἄνθρωποι σταματᾶμε τὴ ζωὴ στὴν ψευδαίσθηση, κλείνουμε πεισματικὰ τὰ μάτια μπροστὰ στὴν πραγματικότητα. Δὲν τολμᾶμε νὰ δοῦμε στὸν ἔρωτα τὴν ἐγωκεντρικὴ ἀπάτη, τὴν πλανερὴ ψευδαίσθηση.

Ἄραγε, μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν δυὸ ἄνθρωποι ποὺ θὰ φυλάξουν τὸ δῶρο τοῦ ἔρωτα μὲ καθημερινὴ ταπεινὴ προσπάθεια νὰ ἀναιρεθεῖ ὁ ἀδυσώπητος τρόπος τῆς φύσης; Εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξουν ἐρωτευμένοι δυὸ ἄνθρωποι, ποὺ ζώντας τὴ μέθη τῆς γιορτῆς θὰ συνυπολογίζουν κάθε στιγμὴ τὴν ἀπάτη τῆς φύσης. Ὑπάρχουν ἄραγε περιθώρια νὰ διαρκεῖ τὸ θαῦμα τῆς ἐρωτικῆς ἔκπληξης μὲ καθημερινὴ ἄσκηση αὐταπάρνησης καὶ αὐτοπροσφορᾶς;

Χρήστου Γιανναρᾶ,"σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"

Δεν υπάρχουν σχόλια :